Με τη λογοτεχνία µπορείς να περιδιαβάζεις τον κόσµο. Με τη φιλοσοφία ή τον δοκιµιακό λόγο µπορείς να ασκείσαι πνευµατικά, µε την Ιστορία να κάνεις µαγικά ταξίδια και με τη ζωγραφική ψάχνεις να βρεις την αφετηρία µιας προσωπικής έκφρασης σε ό,τι σε γοητεύει ή ψάχνεις πώς το ασαφές και απροσδιόριστο εντός σου μπορεί να αποκτήσει οντότητα και αισθητική νοµιµοποίηση [ Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο: ΑΝΤΙΦΩΝΟ]
Πέτρες, ρημαγμένα από τον χρόνο ξύλα, τα απομεινάρια παλιών μηχανημάτων που αφέθηκαν να σκουριάζουν στο ύπαιθρο, οι ξερολιθιές, το απόλυτο μαύρο στο βάθος του πηγαδιού. «Έχω μια εμμονή σε ό,τι θνήσκει» λέει άλλωστε ο Σωτήρης Σόρογκας, περισσότερα από 200 έργα του οποίου παρουσιάζονται από τις 21 Δεκεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη σε μια έκθεση που πιάνει τον μύθο του ζωγράφου από την αρχή.
Ζωγραφίζω από πολύ μικρός
Αισθανόµενος µεγάλη µειονεξία στα παιδικά µου χρόνια από µια περίεργη και δυσανάλογα µεγάλη ανάπτυξη, βρέθηκα δακτυλοδεικτούµενος και χλευαζόµενος από αυτούς που θα ήθελα να µε θαυµάζουν. Είχα φτάσει πριν από την εφηβεία σχεδόν δύο µέτρα ύψος. Ωστόσο ευνοήθηκα από τη ζωγραφική, µε την οποία έκτοτε ταυτίστηκα επειδή προσχώρησα σε αυτήν εν είδει καταφυγίου αντλώντας ταυτόχρονα και κύρος από τις τότε επιδόσεις µου. Στη δεκαετία του ’50 η ζωγραφική εξακολουθούσε να διατηρεί τη µυθοποιηµένη αύρα της. Με δάσκαλο τον Μόραλη θυµάµαι τη μαγική ατμόσφαιρα του εργαστηρίου και την ιερότητα της αποστολής µας. Όλοι µας ψάχναµε να βρούµε την αφετηρία µιας προσωπικής έκφρασης από τις επιλογές µας σε ό,τι µας γοήτευε ή µας συνιστούσε και πώς θα µπορούσε το ασαφές και απροσδιόριστο εντός µας να αποκτήσει οντότητα και αισθητική νοµιµοποίηση.
Διαβάζω πολύ
Το διάβασµα στάθηκε για µένα µια δεύτερη παρηγοριά στη ζωή µου.Ιδιαίτερα στον χώρο τον έµπλεο συγκινήσεων και µεταβάσεων σε ένα λυτρωτικό «αλλού». Με τη λογοτεχνία, όταν δεν είναι Ντοστογέφσκι, µπορείς να περιδιαβάζεις τον κόσµο. Με τη φιλοσοφία ή τον δοκιµιακό λόγο µπορείς να ασκείσαι πνευµατικά και µε την Ιστορία να κάνεις µαγικά ταξίδια.
Αγαπώ με τον τρόπο του Σεφέρη:
«Πού είναι η αγάπη που κόβει τον καιρό µονοκόµµαταστα δυο και τον αποσβολώνει».Όλοι τη γυρεύουµε. Σπάνιο να µην τη χάσεις µόλις νοµίσεις ότι τη βρήκες. Πιστεύω ότι είναι δυσεύρετη, όπως η αγιοσύνη, επειδή προϋποθέτει απάρνηση του «εγώ», κάτι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Εκτός κι αν πρόκειται για την κόρη σου, γιατί τότε αντιστρέφονται όλα.
Ακούω με προσοχή ό,τι μου λένε.
Πολλοί άνθρωποι όµως επαναλαµβάνονται αφόρητα. Αναφορικά µε τη µουσική, η παιδεία µου είναι ελλιπής και τούτο επειδή µεγάλωσα σε ένα φτωχικό περιβάλλον όπου κάποια είδη της, όπως η κλασική, ήταν απόντα. Πιστεύω µάλιστα ότι τα πρώτα µας ακούσµατα καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τις προτιµήσεις µας και αργότερα επενεργούν και στις µνήµες. Αυτές οι µνήµες είναι καθοριστικές για την αγάπη µου στην εκκλησιαστική µουσική και στα µυθικά µικρασιατικά τραγούδια που άκουγα στο ραφείο του παππού µου κάθε Σάββατο βράδυ συνοδευόµενα από το σαντούρι του Σωφρονίου ή σε εκείνα τα σπαρακτικά πολυφωνικά ηπειρώτικα τραγούδια που άκουσα στα σπίτια συγγενών και φίλων του πατέρα µου. Οι έντονες εγγραφές τους εντός µου ενεργοποιούν ακόµη και σήµερα τη συγκίνηση, η οποία πολλές φορές µε βοηθάει και όταν ζωγραφίζω.
Ελπίζω ότι η ζωγραφική θα αναδυθεί ξανά στο μέγεθος των δυνατοτήτων της
Γιατί σήµερα θεωρείται τέχνη για συντηρητικούς, τριτοκοσµικούς ή ερασιτέχνες... Οι νέοι µάς κοιτούν µε συγκατάβαση, άλλωστε είναι αρκετοί και της δικής µου γενιάς που µεταπήδησαν σε «κατασκευές», video art ή ψηφιακή φωτογραφία. Εγώ όµως διατηρώ τις ελπίδες µου. Εχω παράδειγµα την ποίηση που ακµάζει λόγω Θείας Πρόνοιας. ∆εν κατάφεραν ακόµη να την κάνουν εµπόρευµα.
Φαντάζομαι...
Ότι ένα µεγάλο µέρος της ζωής µου θα µπορούσε να ήταν µια ιδανική κατασκευή, «Σχέδια για ένα καλοκαίρι», όπως θα έλεγε πάλι ο ποιητής.Μια εκδροµή στο Πήλιο, η µετάβαση σε ένα χιονισµένο χωριό τα Χριστούγεννα, η Μεγάλη Παρασκευή σε ξωκλήσι της Αττικής παίρνουν µέσα µου τρυφερές διαστάσεις και οργανώνονται µε ιδανικό τρόπο στο µυαλό µου, έτσι που πολλές φορές η πραγµατικότητα τα ανατρέπει. Θυµάµαι και τον Εγγονόπουλο να µου λέει ότι η µητέρα του τον κατηγορούσε επειδή έκανε Πάσχα στο µυαλό του. Εκείνος όµως συµπλήρωνε: «Μα εκεί είναι το αληθινό Πάσχα»!
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από το ΑΝΤΙΦΩΝΟ