Η Άννα η αυστριακή μητέρα του Λουδοβίκου 14ου που αρχικά ρίχτηκε σε εξωσυζυγικές περιπέτειες και κραιπάλες κάτω απ’ την επήρεια των Κυριών της Αυλής αφιερώθηκε σε αγαθοεργίες το υπόλοιπο της ζωής της.
(με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην αρχική ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης: ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ)
Ο κόσμος των αντρών
Για μένα ο θάνατος του πατέρα σήμανε το τέλος μιας εξαιρετικά μακράς παιδικής ηλικίας, μπάζοντάς με κατευθείαν, έτοιμο ή όχι, στον κόσμο των αντρών. Σ’ έναν κόσμο όπου η ήττα και ο θάνατος είναι πλέον η φυσική αλληλουχία των πραγμάτων. Την προηγούμενη νύχτα, γύρω στα μεσάνυχτα, τον άκουσα να ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου. Το έκανε απλώς για να μου δείξει ότι έχει τον τρόπο του, φαντάζομαι, γιατί δεν έκανε τίποτε όταν η πόρτα άνοιξε διάπλατα, εκτός απ’ το να στέκεται εκεί με τα εσώρουχά του, παρατηρώντας αν κοιμάμαι, αν βλέπω όνειρο ή αν αναπνέω. Έκλεισε την πόρτα αργά και λίγα λεπτά αργότερα τον άκουσα στην κουζίνα ν’ ανοίγει μια σακούλα πατατάκια.
Η κυρία Ιουλία
Σ’ ένα ετοιμόρροπο γκρίζο ερείπιο ζούσε η κυρία Ιουλία, κοντά στο σπίτι μας. Σηκωνόταν την αυγή νωρίς ανοίγοντας τα παράθυρα. Σουλούπωνε τις δερμάτινες παντόφλες της κι έβαζε από ένα βαζάκι ξινισμένο γάλα στη γριά γάτα της. Έριχνε κάτι ξεγυρισμένες χριστοπαναγίες στα περιστέρια που βρώμιζαν τ’ απλωμένα της ρούχα κι έπειτα την άραζε στο κουζινάκι. Γέμιζε το ποτήρι της με κρασί και με τα χέρια σαν φτερά τεντωμένα χαιρόταν το πρόσωπό της που καθρεφτιζόταν μέσα του. Ακουμπούσε τη γλώσσα της πάνω στη φιγούρα με τα υγρά μάτια. Έγερνε προς τα μπρός, κολλούσε το στόμα της στο χείλος του ποτηριού και χανόταν. Κουλουριασμένη στο ημίφως κοιτώντας λοξά προς το δρόμο η κυρία Ιουλία άρχιζε τη μέρα της όπως το συνήθιζε μεθώντας με κρασί.
Βιβλιοθηκάριος
Στο μεγάλο σεισμό τον καταπλάκωσε η βιβλιοθήκη του. Θάφτηκε κάτω από ένα βουνό με βιβλία. Έναν πολύχρωμο παρδαλό σωρό. Με τις σελίδες ανοιγμένες τυχαία. Κανένας ήλιος δεν μπορούσε να τρυπώσει. Καμιά χαραμάδα δεν άφηνε υπόνοια χιλιοστού ζωής. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Να κλάψει ή να γελάσει. Σπαρταρούσε ανεπαίσθητα. Τρομοκρατημένος απ’ την παγερή λογική αυτής της σφαγιαστικής γεωμετρίας της φύσης. Μονάχα το μυαλό του μπορούσε να κινηθεί σ’ αυτά τα παγερά σκοτάδια. Μονάχα το μυαλό του μπορούσε να τον κρατήσει ζωντανό. Μονάχα το μυαλό μπορούσε ν’ αντέξει το βάρος απ’ τις λέξεις που τον είχαν πλακώσει. Θυμήθηκε τότε μιαν επιστολή του Στρίνμπεργκ στον Γκογκέν. «Έχω δει δέντρα που ουδείς βοτανολόγος μπόρεσε ποτέ ν’ ανακαλύψει, ζώα που ο Cuvier δεν διανοήθηκε ποτέ ότι υπάρχουν και ανθρώπους που μονάχα εσείς ήσασταν ικανός να πλάσετε». Μακριά ακουγόταν το σύρσιμο της μπουλντόζας στα ερείπια θρηνητικό και τρελό.
Ταχυδακτυλουργός
Ο Jacob ένας ταχυδακτυλουργός γεννημένος στη Βιέννη, αποφάσισε μια μέρα να φανερώσει στο κοινό όλα τα κόλπα του. Ν’ αποκαλύψει τα τεχνάσματα που βρίσκονται πίσω απ’ τις μαγείες. Αποφάσισε να δείχνει πρώτα το τέλος κι έπειτα τη μέση και την αρχή. Άρχισε ν’ αποκαλύπτει τα τρυκ του. Ο Jacob άρχισε να εισπράττει για λογαριασμό του τις επιδοκιμασίες που άλλοτε πλούτιζαν τη μαγεία. Οι συνάδερφοί του τον έσυραν στα δικαστήρια. Τα παιδιά πλέον δε στέκονταν με δέος μπροστά τους κι ο κόσμος τούς απέφευγε θεωρώντας τους μικροαπατεώνες και τεμπέληδες θλιβερούς που βγάζουν το ψωμί τους με ψέματα. Ο Jacob στο δικαστήριο υποστήριξε πως το γεγονός ότι φανερώνει τα κόλπα του δε σημαίνει πως μπορούν και να τα εκτελέσουν. Όλοι μας ξέρουμε πως γίνεται το ψάρεμα, μα είναι λίγοι οι καλοί ψαράδες. Όλοι μας μπορούμε να διαβάσουμε τη θεωρία της σχετικότητας αλλά λίγοι μπορούν να την καταλάβουν. Ο Jacob παρόλα τα ισχυρά επιχειρήματα που διατύπωσε στο δικαστήριο βρέθηκε νεκρός σ’ ένα σπίτι Τούρκων επίδοξων μάγων.
Ορνιθοτροφεία Μεγάρων
Περνώντας με το λεωφορείο της γραμμής απ’ την εθνική κοντά στα Μέγαρα βλέπω τον τεράστιο παρατημένο ορνιθώνα που μοιάζει με σκοπευτήριο χτυπημένο από κυκλώνα. Γύρω γύρω παρατημένοι μηχανισμοί από θεόρατες σπασμένες λάμπες που φώτιζαν κάποτε ολημερίς κι ολονυχτίς τα κοτέτσια για να τρων και να ζευγαρώνουν αενάως τα κοτόπουλα ως τη σφαγή τους, απογειώνοντας την παραγωγή. Δίπλα μου κάθεται μια μικρόσωμη αλλά στρουμπουλή κοπέλα. Άκαμπτη και στητή σαν μαρμαρωμένη. Κάθεται στην άκρη του καθίσματος λες και φοβάται μην τσαλακώσει τη μεγαλόπρεπη ουρά της. Σε απόσταση ασφαλείας ώστε να μην ερεθίσει τον κόκορα που ταξιδεύει πλάι της. Τον κόκορα που κοιτά αδιάφορα έξω απ’ το παράθυρο τα παλαιά ορνιθοτροφεία, μα, τη σκέφτεται συνεχώς να τινάζεται λιγάκι και ν’ ανοίγει σαν διάστικτη βεντάλια τα μακριά της φτερά αφήνοντας να φανεί ο σφιχτός της κώλος.
Γραμμή αυτοκτονίας
Απ’ τη μιαν άκρη της γραμμής ακούστηκε μιαν αργόσυρτη γυναικεία φωνή, «η κόρη μου είναι άρρωστη. Έχει παραφρονήσει λόγω οξείας εξάψεως. Φοβάται και τρομάζει στο σκοτάδι. Παθαίνει κρίσεις πανικού. Έχει μονίμως ένα σφίξιμο στην καρδιά. Επιθυμεί την αυτοκτονία. Είναι θυμωμένη, ταραγμένη, αγωνιά. Κατονομάζει πράγματα φοβερά που την προστάζουν να πηδήξει στο κενό, να ριχτεί σε πηγάδια, να κρεμαστεί. Όταν δεν έχει εφιάλτες και δεν υπάρχουν φαντάσματα γύρω της, υπάρχει ένα είδος ηδονής που την κάνει να ποθεί το θάνατο σα να είναι κάτι καλό». Απ’ την άλλη άκρη της γραμμής χαμηλόφωνα με μιαν επιτηδευμένη συμπόνια η υπάλληλος απάντησε, «σε άτομα καταθλιπτικά, άρρωστα ή που θέλουν να κρεμαστούν, να χορηγείτε κάθε πρωί χυμό από ρίζα μανδραγόρα».
Με ήλιο και βροχή
Το λεωφορείο σταμάτησε στο σπίτι της χήρας. Μια δίπατη ξύλινη καντίνα πριν το Επταχώρι. Δίπλα στην είσοδο είχε ένα κίτρινο γραμματοκιβώτιο. Γύρω γύρω λάσπες κι ένα αγκαθωτό συρματόπλεγμα που οριοθετούσε το ρέμα απ’ το δημόσιο δρόμο. Ο οδηγός γουστάριζε να παίρνει το καφεδάκι του με τη χήρα κάθε που ανεβαίναμε Θεσσαλονίκη. Αυτό που εννοούσε για καφεδάκι δεν ήταν στην πραγματικότητα καφεδάκι παρά ένας σωρός άλλα πράγματα. Είχε ένα ειδύλλιο δρόμου και σταματούσε το δρομολόγιο εκεί, με ήλιο και με βροχή. Οι επιβάτες κατέβαιναν νυσταγμένοι παίρνοντας θέση στη μικρή ισόγεια κουζίνα. Η χήρα ήταν ντυμένη πάντα με τα ίδια ρούχα. Χτένιζε με τον ίδιο τρόπο τα μαλλιά και φορούσε μαύρα γυαλιστερά παπούτσια που άστραφταν σα βρεγμένα κάρβουνα. Έψηνε σε όλους καφεδάκι και στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στην είσοδο είχε πάντα μια πιατέλα με φρέσκο χαλβά πασπαλισμένο με κανέλα και ζάχαρη. Η χήρα ήταν αδύνατη γύρω στα πενήντα με μαύρα αμυγδαλωτά μάτια. Στον τοίχο απ’ άκρη σ’ άκρη είχε ένα σπάγκο απ’ όπου κρέμονταν παντού ματσάκια με λουλούδια. Ο οδηγός έπαιρνε τελετουργικά ένα φλιτζάνι με καφέ και ροβολούσε στο πάνω πάτωμα με τη χήρα. Οι ταξιδιώτες κάθονταν κάτω, στην κουζίνα, πίνοντας καφέ και τρώγοντας εξωτικό χαλβά, ξεδιψώντας με γάργαρο νεράκι του Γράμμου, ενόσω ο οδηγός ήταν με τη χήρα στην κρεβατοκάμαρά της παίρνοντας τον «καφέ» του. Το τρίξιμο του σουμιέ τράνταζε τη δίπατη ξύλινη καντίνα κι οι ταξιδιώτες έσφιγγαν μηχανικά τις παλάμες τους στο τραπέζι και τις καρέκλες, σα χταπόδια, κοιτώντας τον ουρανό.
Δωρητής οργάνων
Ήταν ακόμη στις διαπραγματεύσεις. Ο Αδάμ δυσανασχετούσε. Τελικά δέχτηκε να δώσει το ένα του πλευρό.
Κατάκοιτοι
Ο γέρος κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο. Ακούστηκε ένα ράμφισμα πάνω στο τζάμι. Τι ήταν αυτό; ρώτησε η γριά. Το τελευταίο χελιδόνι της απάντησε.
Χωρισμός
Το κρεβάτι στρωμένο, σχεδόν απείραχτο, μονάχα λίγο τσαλακωμένο στις άκρες απ’ τον άντρα και τη γυναίκα που κάθισαν με την πλάτη γυρισμένη ο ένας στον άλλο, αφήνοντας ανάμεσά τους ένα κενό, εκεί που κάποτε υπήρξαν όλα.
Η σκηνή του φιλιού
Ο σκηνοθέτης έδωσε εντολή να ξαναγυριστεί η σκηνή του φιλιού. Υπάρχει ανάμεσά σας πάρα πολύ παχύ κραγιόν τους είπε στους πρωταγωνιστές.
Στο συνέδριο των διαβόλων
Στο συνέδριο των διαβόλων κορυφαίος ομιλητής ήταν ο γιός του παπά. Οι γεροδιάβολοι στα μπροστινά καθίσματα καμάρωναν τα εγγόνι τους.
[ΠΗΓΗ: Αντώνης Αντωνάκος, ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ http://toparathyro.com/]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Διπλό ΚΛΙΚ στην εικόνα για μετάβαση στην ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης: ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ