Σήμανε το ουσιαστικό τέλος ακόμη μιας πλούσιας χειμερινής σεζόν, με ελάχιστες παραστάσεις να συνεχίζονται μετά το Πάσχα και κάποιες νέες να εμφανίζονται στο μεσοδιάστημα ώς το καλοκαίρι και εν αναμονή του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο φαίνεται πως ο Γιώργος Λούκος, παρά την πολιτική αναποφασιστικότητα για τη θέση του, θα καταφέρει να διασώσει με ενδιαφέρουσες προτάσεις
(με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην αρχική ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης)
Είναι γεγονός ότι το Εθνικό Θέατρο, άλλη μία χρονιά, διεκδίκησε τη μερίδα του λέοντος με επαναλαμβανόμενες επιτυχείς παραγωγές, ποιοτικά όσο και εμπορικά, γεγονός που δικαιώνει την πολιτική που χάραξε ο Γιάννης Χουβαρδάς, το όραμα και τις επιλογές του. Μια πολιτική που θα δοκιμαστεί εξ αρχής, αν ακολουθήσει η συζητούμενη αποχώρησή του σε μια απόλυτα επιτυχή συγκυρία.
Μίλτου Σαχτούρη, «Εκτοπλάσματα»
* Ομάδα Nova Melancholia
Μεταξύ των παραστάσεωνπου συνεχίζονται συγκαταλέγεται η ιδιότυπη παράσταση της Ομάδας Nova Melancholia με τίτλο «Εκτοπλάσματα», που στηρίζεται στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη. Η παράσταση υποτιτλοφορείται ως «Home made περφόρμανς σε διαμέρισμα στα Εξάρχεια», δίνοντας το ακριβές στίγμα της: παίζεται σε διαμέρισμα στα Εξάρχεια, με χωρητικότητα 11-13 θεατών κάθε φορά, οι οποίοι παρακολουθούν μια περφόρμανς τεσσάρων γυναικών σκηνοθετημένη από τον Βασίλη Νούλα, ο οποίος συμμετέχει ενεργά ως μουσικός-τραγουδιστής δύο ποιημάτων του Σαχτούρη που μελοποίησε ο ίδιος.
Θανατόφιλη και σουρεαλιστική, η ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί το ερέθισμα για σωματικές δράσεις των τριών ηθοποιών που συχνά αγγίζουν σπλάτερ λογικές και κιτς αισθητικές, συνδυασμός που οδηγεί σε μια παρωδιακή εικονοποίηση του λόγου:πράγμα που δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο γελοιοποίηση, αλλά ώθηση των λέξεων σε απόπειρες κυριολεξίας, μετάπλασης της ποιητικής εικόνας σε ρεαλιστική υπερβολή που αυτοακυρώνεται, αφήνοντας τα πολλαπλά ταλαιπωρημένα σώματα μετέωρα, γυμνά, σε ένδεια. Έως ότου κάθε επιμέρους δράση παύσει και η τέταρτη, έως τώρα αμέτοχη, ηθοποιός (Ελίνα Μαντίδη), που την περισσότερη ώρα μένει ξαπλωμένη στον καναπέ, θα εκφέρει με απόλυτη καθαρότητα το ποίημα «Η Επίσκεψη», μια επίσκεψη που θα σημάνει τελικά ήπια αναχώρηση για άγνωστο προορισμό, μια οριστική απουσία.
Η επίσκεψη
Εκείνο τ’ απόγεμα ξύπνησα με μιαν έντονη επιθυμία να κατέβω στον Πειραιά να επισκεφτώ την οικογένεια Κ. Με την οικογένεια αυτή, τα παλιά χρόνια, είχαμε πολλές φιλίες. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγά σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις μας, ώσπου κατάντησε στο τέλος να μη βλεπόμαστε καθόλου. Θα ’χαν περάσει πέντε–έξι χρόνια από την τελευταία συνάντησή μας. Αυτά σκεφτόμουν καθώς ξύπνησα εκείνο τ’ απόγεμα με την τυραννική, την έντονη κι επίμονη επιθυμία να κατέβω αυτό το ίδιο τ’ απόγεμα να επισκεφτώ τους Κ. Όταν βγήκα στο δρόμο κατάλαβα πως κάτι ασυνήθιστο μου συνέβαινε. Μι’ αφάνταστη γαλήνη, μι’ αλλόκοτη χαρά με είχε πλημμυρίσει. Μ’ αυτή τη διάθεση μπήκα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου και είπα: «Στον Πειραιά!».Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα, ήτανε Μάρτης. Απ’ τα παράθυρα τ’ αυτοκινήτου, καθώς προχωρούσαμε, κοίταζα τα σύννεφα που κι αυτά είχαν πάρει κάτι από τη Χάρη, κάτι από την ελαφράδα που ένιωθα μέσα μου. Σαν φτάσαμε στον Πειραιά, τ’ αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στην προκυμαία. Εκεί κατέβηκα μπροστά σ’ ένα πελώριο άσπρο πλοίο που σφύριζε κιόλας, έβγαζε καπνούς κι ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο. Ανέβηκα πάνω και ζήτησα τον καπετάνιο. «Εντάξει», μου είπε χαμογελώντας, «φεύγετε επιτέλους, τα έξοδά σας είναι κανονισμένα για πάντα και για όποιο μέρος κάθε φορά βρισκόσαστε.» «Φεύγετε επιτέλους», επανέλαβε. Και πραγματικά καθώς έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο της καμπίνας, είχαμε βγει κιόλας έξω από το λιμάνι του Πειραιά. |
Οι στριμωγμένοι στο χολ της εισόδου θεατές, επισκέπτες και οι ίδιοι του άγνωστου διαμερίσματος, σχεδόν υφιστάμενοι σωματικά τις επικίνδυνες δράσεις των ηθοποιών με συμπεριφορά εκτοπλασμάτων, νιώθουν τον πλου προς το θάνατο ως κάθαρση από το βίωμα της αρρώστιας του θανάτου που έζησαν κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Η «χειροποίητη» περφόρμανς, εκμεταλλευόμενη τα ήδη υπάρχοντα καθημερινά στοιχεία ενός διαμερίσματος ως βασικά σκηνικά, τα εμπλουτίζει με επιμέρους επεμβάσεις που προσδίδουν στον όλο χώρο την αίσθηση του ανοίκειου (σκηνικά-κοστούμια της Ντόρας Οικονόμου). Κουζίνα, σαλόνι, μπάνιο μετατρέπονται σε ορατούς ή ημι-ορατούς σκηνικούς χώρους που αποκαλύπτονται αν όχι επικίνδυνοι -σαν σε ταινία τρόμου-, τουλάχιστον απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους….
Ανδρέα Εμπειρίκου, «Των ήχων πανσπερμία»
* Ομάδα Πόλις
Σε άλλο διαμέρισμα,αρχοντικό, ακούστηκε ο λόγος ενός άλλου μεγάλου ποιητή μας, του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η «Θεατρική Εταιρεία Πόλις»ανέβασε τη μουσική παράσταση «Των ήχων πανσπερμία» στην επί της οδού Αμαλίας Οικία-Μουσείο του Αγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού. Εδώ, επίσης, το περιβάλλον του διαμερίσματος καθορίζει τη διάταξη, ορίζει τα περιθώρια παρέμβασης, δεδομένων και των απαγορεύσεων που ισχύουν στο συγκεκριμένο χώρο. Και εδώ η τοποθέτηση των θεατών σε ένα ημικύκλιο γύρω από το χώρο που λειτουργεί το παραστασιακό γεγονός δημιουργεί στατικότητα και ένα είδος συμβατικότητας που το ίδιο το θέμα αρνείται. Πόσο αποτελεσματικότερο θα ήταν το όλο αν οι θεατές βρίσκονταν σκόρπιοι στο άνετο διαμέρισμα.
Σε σκηνοθεσία της Ελένης Γεωργοπούλου και δραματουργική επεξεργασία της Αιμιλίας Βάλβη, η παράσταση δημιουργεί δύο πρόσωπα που θα προκαλέσουν την ποίηση του Εμπειρίκου να ακουστεί: μια ψυχαναλυόμενη και τον ψυχαναλυτή της, παίρνοντας ως αφορμή την άλλη γνωστή ιδιότητα του ποιητή, εκείνη του ψυχαναλυτή, ενταγμένου ωστόσο στο σουρεαλιστικό κίνημα.Τα ποιήματα και τα πεζά του Εμπειρίκου (προερχόμενα από την «Ενδοχώρα», την «Οκτάνα», «Αι Γενεαί Πάσαι ή η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες», «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία»), έντονα ονειρικά, έντονα ερωτικά και ευδαιμονικά, ταυτόχρονα υπερ-λογικά, ακούγονται ως εκμυστηρεύσεις της Γυναίκας (Αιμιλία Βάλβη), ενώ ο Αντρας-Ψυχαναλυτής (ο γνωστός μουσικός Μιχάλης Κλαπάκης) ανταπαντά με μουσική, δημιουργώντας ένα διαρκή διάλογο μεταξύ της μουσικότητας των λέξεων και των ήχων που παράγουν παράξενα, αν όχι εξωτικά, όργανα όπως τα σνα και μπολ από το Θιβέτ, μπιριμπάο από τη Βραζιλία, γκάταμ από την Ινδία, ζαρμπ από την Περσία, καχόν από την Ισπανία, κίντο από την Κούβα και άλλα. Το όργανο της φωνής και το μουσικό όργανο διαπλέκονται, συνομιλούν, παίζουν μεταξύ τους, σε μια παράσταση όπου τα σώματα των δύο περφόρμερ γίνονται ηχητικά εργαλεία παραγωγής ποιητικότητας και υφέρποντος ερωτισμού.
Η ΚΟΡΔΕΛΛΑ (από τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ Αθήνα 1974)
Ο δρόμος ήτο κενός, κενώτερος και από άδειο συρτάρι, και ξετυλιγόταν όπως η λευκή κορδέλα, την οποία είχε κλέψει προ ολίγων ημερών η μικρή κόρη του σπιτιού από τη μητέρα της, αφαιρώντας την από ένα συρτάρι της τουαλέτας. Κλεισμένη μέσα στη δική της κάμαρα, η παιδίσκη είχε δοκιμάσει πολλές φορές την κορδέλα, και έτσι κι αλλιώς –επάνω στα μαλλιά της, γύρω απ’ το λαιμό της και επάνω στο στήθος της, κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η λευκή αντίθεσις της κορδέλας, επάνω στο μαύρο φόρεμα, εγοήτευε τη μικρή τόσο πολύ, που σε κάθε ελεύθερη στιγμή της, έτρεχε στην κάμαρά της και την ξαναδοκίμαζε, ονειρευόμενη ωραία καπέλα, γαλάζια, κίτρινα και πράσινα φορέματα, με κλάδους και λουλούδια ποικιλόχρωμα ή με μικρές ενδιαφέρουσες παραστάσεις που να επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, όχι μόνον επάνω στο ύφασμα, μα και πάνω στο σώμα της – που το ονειρευόταν κι αυτό πιο μεγάλο, με πιο γιομάτα στήθη, με πιο πεταχτούς γλουτούς, σαν της μητέρας της.
Η μανία αυτή διήρκεσε περίπου μία εβδομάδα. Τέλος, ετέθη τέρμα σε αυτή την σφριγηλή ποιητικότητα, από ένα βίαιο συναίσθημα μίσους που κατέλαβε τη μητέρα της όταν ανεκάλυψε την κλοπή. Χωρίς να συγκινηθεί καθόλου από τις χαριτωμένες προσπάθειες την κόρης της, την απέπεμψε, αφού την έδειρε πρώτα, κραυγάζουσα κατά τρόπον σκληρόν και με τη φωνή της τόσο υψωμένη, που όλα τα μέλη της οικογενείας φοβήθηκαν μήπως διαρραγεί. Εν τούτοις, η φωνή δεν διερράγη. Εσχηματίσθη μόνον μία ρωγμή στον τοίχο της κατοικίας, από την οποία εξερχομένη η παιδίσκη, ετράπη εις φυγήν, ακολουθώντας το δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά της, όπως η κορδέλα που κρατούσε ακόμα στο δεξί της χέρι.
Η μικρή προχωρούσε πολύ γρήγορα, διότι ο δρόμος ήτο κενός και διότι την προωθούσε ο τρόμος. Η ώρα παρήρχετο. Θ ήτο πια μεσημέρι, μα η κόρη δεν ημπορούσε να σταματήσει, καίτοι είχε εξαντλήσει ολόκηρο τον δρόμο και το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της. Μόνο μια στιγμή σταμάτησε, σαν κεραυνόπληκτος. Είχε ακούσει μια φωνή να ξεσκίζει τον αέρα, του οποίου η πυκνότης ήτο τόσον αραιά που έμοιαζε σαν γυάλινη: «Μερόπη! Μερόπη!» Ωστόσο ο πέριξ χώρος ήτο κενός, κι έτσι η φωνή της φάνηκε ανεξήγητη. Εξακολούθησε λοιπόν την φυγή της, οδεύουσα με την ίδια πάντοτε ταχύτητα, σχεδόν τρέχοντας. Ίσως να προχωρούσε ακόμη πολύ, αν δεν πατούσε σε ακανθώδη χωράφια, σε χωράφια γιομάτα πέτρες, που ξέσκιζαν τα τρυφερά πέλματα των ποδιών της. Ανίκανη να συνεχίσει, μέσα σε τόσες δυσκολίες, μια πορεία σκληρή, άδικη, χωρίς δρόμο και χωρίς πάγκους, ηναγκάσθη εν τέλει, να σταματήσει. Αισθανόταν πια ολόκληρο τον εαυτό της σαν μια βαριά σταγόνα κρεμασμένη από μεταίχμιον έτοιμη να πέσει. Ένα αναφιλητό ανέβαινε από το στήθος της στον λαιμό, μα δεν πρόκανε να ξεσπάσει. Τ’ αυτιά της βούιζαν ήδη, όταν έπεσε πάνω στα χώματα και τα λιθάρια. Η πτώσις ήτο κεραυνοβόλος και ο ύπνος αιφνίδιος και βαθύς.
Τώρα προχωρούσε στην παραλία του ληθάργου της, γοργά κι ανέμποδα, όπως προχωρούν αύρες ημίγυμνες, την άνοιξη, σε ελαφροκύμαντον αιγιαλόν. Πολλές απαλές κι αλλεπάλληλες ριπές, έκαναν να πλαταγίζουν οι πτυχές του φορέματός της, και ανέμιζαν την χυτή σαν χαίτη κόμη της. Ένας ψίθυρος χαϊδευτικός και ανοιχτοπέλαγος εφλοίσβιζε μέσα στην ακοή της ένα όνομα ακαθόριστο, όχι τόσο πρωτομιλημένο μα σαν ξαναειπωμένο από μακρινήν ηχώ και επαναλαμβάνεται: «Ναυσικά! Ναυσικά!»
Γαστερόποδα και αστέρια σφαδάζοντα ενέπιπταν μέσα στα βήματα της κοιμισμένης κόρης, για να τα συνθλίψει εκείνη με τα πέλματά της. Η λεπτή σαν ψιμύθιον άμμος, απάλυνε τις πληγές των ποδιών της, και κάθε βήμα της έμενε αποτυπωμένο τόσο βαθια, που ακόμη και τώρα φαίνονται τα ίχνη στην παραλία κατά τρόπον αναντίρρητο. Ένας άνθρωπος ερυθρός, σαν ιατροϊερεύς φυλής ερυθροδέρμων, καθισμένος στην αμμουδιά, ξαφνικά την σταμάτησε και με στοργή άπειρη, ικανή να κορέσει και τη δίψα μιας χώρας σαν την γη του πυρός, την ξάπλωσε και της περιποιήθηκε τα φλογισμένα πόδια. Κατόπιν, επήρε την κορδέλα που κρατούσε στο χέρι της, την έκοψε σε δυο ίσα μέρη, κι έδεσε το καθένα γύρω απ’ τους αστραγάλους της, όπως δένουν τους ιμάντας. Έκτοτε, η παιδίσκη περιφέρεται αενάως, στην αμμουδιά, και περπατά σαν ξύπνια ενώ είναι κοιμισμένη, από τη μια στην άλλη άκρη της παραλίας. Από χρόνο σε χρόνο γίνεται ωραιοτέρα, και, παρά τις προσπάθειες των περιέργων, που συρρέουν από τα πέρατα του κόσμου για να την δουν, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να την ξυπνήσει.
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης: ΔΕΝ ΑΝΘΗΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ]