Είναι κάτι γυναίκες με την υγρή γη ίδιο αίμα, κάθε τους βήμα, κάθε τους νέμα, λυγμός και κοπετός: να ξεπροβοδάνε τους πεθαμένους, να προϋπαντάνε τους αναστημένους, όλος κι όλος ο δικός τους προορισμός.
(με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην αρχική ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης)
Μυθιστόρημα, γράφει επεξηγηματικά στο εξώφυλλο κάτω από τον τίτλο στα «Κτερίσματα» του Μισέλ Φάις κι αυτός ο χαρακτηρισμός τα αδικεί κατάφορα. Ούτε καν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία δε θα το λέγαμε – θα έχανε κάτι από την αισθαντικότητά του· είναι ένα μεταμοντέρνο παραλήρημα θραυσμάτων που κέντρο τους έχουν τον ανθρώπινο ψυχισμό χωρίς φτιασίδια, στις πιο υψηλές και τις πιο χυδαίες από τις στιγμές του.
Το κείμενο, γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, ξεκινά με μνήμες από την παιδική ηλικία από την Κομοτηνή, τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα με θείες, συμμαθήτριες γειτόνισσες, το μίσος ανακατεμένο με έρωτα για τη μητέρα που φεύγει, που παρατά τον πατέρα, και συνεχίζει με βαθιά αληθινά κομμάτια για την εβραϊκότητα, τη σεξουαλικότητα, τη σχέση με το άλλο φύλο, τελικά με τον ίδιο τον εαυτό. Του συγγραφέα; Ναι, ξεκάθαρα πρόκειται για βιβλίο αυτοβιογραφικό, ακόμα και στα κομμάτια μυθοπλασίας, ακόμα κι όταν ο αφηγητής είναι γυναίκα ή ένας άλλος. Αδιάφορο.
Η ασυνέχεια στη γραφή δίνει ποιητικότητα και στα κομμάτια με το πιο ασυγκράτητο υβρεολόγιο.
«Ξεχνάς Ανθρωπάκι κανένα από τα επιστολιμαία κορίτσια σου;
Τις φανταζόσουν μπροστά στον καθρέφτη να σπάνε καυλόσπυρα, στο κρεβάτι να γλείφουν τα δάχτυλα των ποδιών τους ή να χώνουν στην πεινασμένη σχισμή τους οδοντόβουρτσες, μπικ ή σαλιωμένα δάχτυλα.
Εννοείται πως ποτέ δε συναντήθηκες με καμιά τους.»
Ο Φάις δε διστάζει να αναμετρηθεί δημοσίως με δαίμονες που οι περισσότεροι κρατάμε καλά κρυμμένους:
«Δε φίλησα γεννητικά όργανα, πέος, όρχεις. Ούτε στον αφεδρώνα εισήλθε αντρικό μόριο προς εκχύλιση εντός του πισινού. Ούτε κατά σκέψιν. Είμαι κόκκορης. Είμαι πυρπολητής. Δεν είμαι σάτυρος, ανώμαλος, κίναιδος. Να ξέρετε, τα πριγκιπόπουλα, ως επί το πλείστον, δεν ανέχονται σωματικάς ανωμαλίας. Μικρόν το πέος μου, αλλά αυτό, καταρχάς, προέρχεται από κάτι κακόν που είναι στο κεφάλι μου. Είναι μάλλον γυναίκα, δηλαδή γυναικείον.»
«Καύλα δε σημαίνει να τρίβονται με τις ώρες δυο κορμιά. Άντε κι έχυσες. Και; Ένας ψυχικός γρίφος είναι η καύλα»
Κι άλλοτε δε φοβάται να γίνει απροκάλυπτα ποιητικός, παραθέτοντας τον Μαντελστάμ:
«Είναι κάτι γυναίκες με την υγρή γη ίδιο αίμα,
κάθε τους βήμα, κάθε τους νέμα,
λυγμός και κοπετός:
Να ξεπροβοδάνε τους πεθαμένους,
Να προϋπαντάνε τους αναστημένους
Όλος κι όλος ο δικός τους προορισμός.»
Ένα βιβλίο γεμάτο αντιφάσεις, ευκολοδιάβαστο και δύσκολο μαζί, από αυτά που μπορούν να σε αφήσουν ξάγρυπνη τα βράδια με μια έξαψη που δεν μπορείς να την ξεδιαλύνεις από την πραγματική ζωή. Ίσως γιατί το ίδιο το κείμενο δε διαχωρίζεται από το συγγραφέα του. Οι εμμονές ήταν πάντα καλό υλικό για τη λογοτεχνία. Κι ειδικά όταν τις χειρίζεται ένας τεχνίτης του είδους, καταλήγουμε σε μια ευτυχή στιγμή της νεοελληνικής πεζογραφίας.
[ΠΗΓΗ: Κατερίνα Μαλακατέ, Μικρά θραύσματα ερωτισμού – ιστολόγιο ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ www.diavazontas.blogspot.gr ]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ]