Φιλόσοφοι, μύστες, ποιητές, πεζογράφοι κι άλλοι αξιόλογοι καλλιτέχνες, παρέμεναν σιωπηλοί σ’ όλη τη ζωή τους. Ο διανοητικός ορειβάτης πρέπει να ανηφορίζει ελαφρύς αν θέλει να κατακτήσει τη βουνοκορφή πιο σίγουρα.
(με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην αρχική ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης)
Τι ευχάριστο πράμα θα ‘ταν να κουβέντιαζε κανείς με κάποιον που έβλεπε τον κόσμο με τα ίδια μάτια, μοιράζοντας μαζί του ατέλειωτες στιγμές χαράς και κωμικοτραγωδίες που σεργιανούν στο κόσμο σήμερα! Μα τέτοιους φίλους πολύ δύσκολα βρίσκει κανείς στη σύντομη ζωή του. Εάν πρέπει να προσέχομε σ’ ότι λέμε για να μη ενοχλούμε τον συνομιλητή μας, τότε καλύτερα να μένουμε μόνοι μας.
Να ξαπλώνομε προτιμότερο σ’ ένα καναπέ και μ’ ένα καλό βιβλίο στα χέρια μας, να διαβάζομε ανενόχλητα τις σκέψεις του μακρινού μας στοχαστή. Συνήθως οι αναπτυγμένες ψυχές προτιμούν τη μοναξιά.
Να ξαπλώνομε προτιμότερο σ’ ένα καναπέ και μ’ ένα καλό βιβλίο στα χέρια μας, να διαβάζομε ανενόχλητα τις σκέψεις του μακρινού μας στοχαστή. Συνήθως οι αναπτυγμένες ψυχές προτιμούν τη μοναξιά.
Κάθε άνθρωπος διαφέρει απ’ τον άλλο άνθρωπο κατά το πόσο έθεσε η όχι σαν στόχο την αλήθεια στη ζωή του. Εάν έβαλε ή δεν έβαλε την καρδιά του να την αποκτήσει. Συνήθως οι πνευματικά αδιάφοροι συνάνθρωποί μας, αρέσκονται να διασκεδάζουν φιλήδονα και μάχονται αδρά για τις ηδονιστικές τους ορέξεις.
Δυστυχώς όμως που όλα καταλήγουν σε πόνους και στενοχώριες κάποια μέρα, διότι κάθε υπερβολή φέρνει τον αντίθετο καρπό της. Όλοι ήμαστε δοχεία της αλήθειας, αλλά δεν μπορούμε να αποθηκεύσομε περισσότερη από όσο χώρο προετοιμάσαμε για αυτήν. Σαν την κρασοκανάτα, που όταν τη γιομίσουμε με ξύδι, δεν μπορούμε να την γιομίσουμε και με κρασί αντάμα. Η καρδιά που παραγεμίσθηκε με φιλήδονες απολαύσεις, δεν μπορεί να γιομιστεί και με πνευματικότητα συνάμα. Η αλήθεια αντανακλά ποιο ξάστερα όταν ο καθρέφτης της ψυχής μας είναι καθαρός και όχι φιλήδονα μουτζουρωμένος.
Ένας Κινέζος ερημίτης στοχαστής κάποτε που ονομάζονταν Hsu Yun, δεν είχε τίποτα δικό του στη ζωή, μήτε ένα ζευγάρι σαντάλια. Τον είδε μια μέρα ένας περαστικός κυνηγός να πίνει νερό με τις χούφτες του στη βρύση της βουνοπλαγιάς και του χάρισε ένα κολοκυθένιο κύπελλο να πίνει το νερό του πιο άνετα. Ο ‘Hsu Yu’ το δέχτηκε ευγνώμονα και το κρέμασε σε ένα κλωναράκι της οξιάς, αλλά ο αγέρας όμως το κούναγε πέρα δώθε κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Α! τι ενοχλητικό πράμα είναι τούτο το παλιοκολοκύθι…., λέει ο Hsu Yu, και το πέταξε στο ρέμα για να απαλλαγεί απ’ το θόρυβο.
Συνέχισε και πάλι να πίνει νερό του με τις χούφτες του όπως πάντα.
Δεν υπάρχει ωραιότερη αρετή από την ολιγάρκεια, ορθά το εξέφρασε και ο Πλούταρχος λέγοντας: «Ουδέποτε λιμός εγένετο μοιχεία, ουδέποτε απορία χρημάτων ασωτία». Δηλαδή, «ποτέ η πείνα δεν δημιούργησε μοιχείες, ούτε και η φτώχια χρηματικές ασωτίες».
Δεν υπάρχει ωραιότερη αρετή από την ολιγάρκεια, ορθά το εξέφρασε και ο Πλούταρχος λέγοντας: «Ουδέποτε λιμός εγένετο μοιχεία, ουδέποτε απορία χρημάτων ασωτία». Δηλαδή, «ποτέ η πείνα δεν δημιούργησε μοιχείες, ούτε και η φτώχια χρηματικές ασωτίες».
Ο Αμερικανός φιλόσοφος R.W. Emerson, γνώριζε κάποτε δυο γερουσιαστές στο κογκρέσο το 1890, που εκτός απ’ την πολιτική τους ρουτίνα, ενδιαφέρονταν και για πνευματισμό (σπάνιο φαινόμενο βέβαια). Συναντιόταν τακτικά και κουβέντιαζαν για διάφορα πνευματικά και μεταφυσικά ζητήματα. Μετά από λίγα χρόνια όμως, ένας απ’ τους δυο βγήκε σε σύνταξη και έφυγε μακριά απ’ το κογκρέσο. Επειδή η απόσταση ήταν μεγάλη, δεν είδαν ο ένας τον άλλο για 15 χρόνια. Ξαφνικά συναντήθηκαν επιτέλους ένα βράδυ σε δεξίωση που οργάνωσε ο Λευκός Οίκος στην Ουάσιγκτον.
Αλλάξανε εγκάρδιες χειραψίες και μίλησαν ο ένας με τον άλλο. Βρήκες κανένα φως Άλμπερτ; ρωτάει ο Λούης, μπα, τίποτα απαντά ο Άλμπερτ, εσύ βρήκες τίποτα Λούη; ρωτάει ο Άλμπερτ, ούτε και εγώ τίποτα, απαντά ο Λούης. Κοιταχτήκανε με απογοήτευση για τελευταία φορά στα μάτια τους, δώσανε ακόμη μια εγκάρδια χειραψία και χώρισαν για πάντα.
Και συμπληρώνει τώρα παρακάτω ο Emerson:
Και συμπληρώνει τώρα παρακάτω ο Emerson:
«Ενώ είχαν και οι δυο τους κοφτερά μυαλά, λέει, ήταν παράλληλα και γεροί υλιστές στην καθημερινότητά τους. Είναι φυσικό, συνεχίζει, όταν οι σωματικές ορέξεις υπερτερούν τις ψυχικές ανάγκες, οι πνευματικές πηγές θα στερέψουν κάποια μέρα. Δεν μπορούν να αναπτυχθούν και τα δυο ταυτόχρονα. Συνήθως το ζωικό μέρος αναπτύσσεται γρηγορότερα απ’ το πνευματικό, διότι είναι ευκολότερο, ορατό και χειροπιαστό».
Διάβαζα κάποτε πως ο πατέρας του Νίκου Καζαντζάκη διαμαρτύρονταν στην γυναίκα του για τον νεαρό τους κανακάρη. Είναι πολύ ονειροπόλος, λέει, και κυνηγάει τον γαλάζιο αγέρα με τις αφηρημένες σκέψεις του. Αντί να ανοίξει δικηγορικό γραφείο και να πολιτευθεί μια μέρα, στοχάζεται να πάει περιηγητής στον γαλαξία. Με τα μάτια του κατεβασμένα ο Νίκος από σεβασμό που έτρεφε για τον πατέρα του, του απάντησε χαμηλόφωνα. Πατέρα.. λέει, εγώ δεν ήρθα στη ζωή για να γιομίσω τα αμπάρια της ψυχής μου με άχρηστες ουσίες. Ούτε και για να μπαινοβγαίνω στα δικαστικά μέγαρα και στα κοινοβούλια σαν δικηγόρος και μάταιος πολιτικός. Δεν μ’ αρέσει να είμαι κλεισμένος σαν το πουλάκι στο κλουβί που λέγεται γραφείο. Διψώ να καταλάβω το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, και ποια θα είναι οι μοίρα μου όταν θα φύγω απ’ εδώ για παραπέρα.
Παραπονιόταν και η γυναίκα του Καζαντζάκη, Ελένη, αργότερα, γιατί ταξίδευαν συχνά δεύτερη κατηγορία με τον σιδηρόδρομο. Πολλές φορές μάλιστα συνταξιδεύανε παρέα με κότες, πρόβατα και γίδια. Συντρόφισσα, της απαντά ο Καζαντζάκης, ο γρηγορότερος δρόμος να πουλήσομε την ψυχή μας στον διάβολο, είναι να κυνηγάμε αποκλειστικά την καλοπέραση.
Όταν τα λουλούδια καρποφορήσουν και τα κιτρινωπά δενδρόφυλλα αρχίζουν να φυλλορροούν, οι ρίζες συνεχίζουν να τροφοδοτούν με τροφή και νερό το δένδρο. Τίποτα δεν χάνεται και μη μοιρολογάς απαρηγόρητα. Φαντάσου την κοσμική ψυχή σαν μια αστείρευτη πηγή και εσύ σαν ένα μικρό ρυάκι της. Εφόσον η κοσμική πηγή θα αναβρύζει παντοτινά, και εσύ θα κυλάς αιώνια.
Απ’ την στιγμή που ήρθες σε ανθρώπινη μορφή, σου δόθηκε μια σκάλα να ξεφύγεις και να ανεβείς ψηλότερα. Πρώτα ήσουνα ορυκτό, μετά εξελίχθηκες σε φυτό -και αργότερα σε ζωική μορφή. Πως μπορεί αυτό να είναι αίνιγμα για σένα;
«Κάθε μορφή που βλέπεις γύρω σου έχει το αρχέτυπο κάπου στον αόρατο άτοπο κόσμο. Εάν η μορφή κάποτε χαθεί, τι σε νοιάζει, αφού το γνήσιο θα ζει κάπου αλλού αιώνια».
{ΠΗΓΗ: Δημήτρης Καραλής, Στοχαστικές στιγμές – αναρτήθηκε στην ΑΠΕΜΑΝΤΙ ΟΧΘΗ: http://www.apenantioxthi.com/]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από το ιστολόγιο ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ – με κλικ ΕΔΩ!]