«Τρία πάθη, απλά αλλά εξαιρετικά δυνατά, έχουν εξουσιάσει τη ζωή μου: η λαχτάρα για έρωτα, η αναζήτηση για γνώση και η αβάσταχτη λύπη για τα δεινά του κόσμου. Με στριφογυρίζoυν αυτά τα πάθη όπως ένας σίφουνας, μια από ‘δω, μια από ‘κει, σε μια απρόβλεπτη διαδρομή μέσα σ’ ένα ωκεανό μαρτυρίου, συχνά μέχρι τα τελευταία όρια της απελπισίας.
Καταρχήν αναζήτησα την αγάπη γιατί φέρνει την έκσταση,έκσταση τόσο μεγάλη ώστε κάποιες φορές αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να θυσιάσω το υπόλοιπο της ζωής μου για λίγες μόνο ώρες αυτής της χαράς. Επιπλέον την αναζήτησα γιατί ανακουφίζει από τη μοναξιά, αυτή τη τρομερή μοναξιά κατά την οποία μια τρεμάμενη συνείδηση διακρίνεται στο χείλος του κόσμου μέσα σε μία κρύα αβυσσαλέα άψυχη άβυσσο. Τέλος την αναζήτησα, γιατί στον έρωτα είδα, σε μια μυστικιστική μικρογραφία, την προεικόνιση του οράματος του παραδείσου, αυτό που φαντάστηκαν οι άγιοι και οι ποιητές. Αυτό είναι που αναζήτησα, και παρόλο που φαίνεται πολύ καλό για την ανθρώπινη ζωή, αυτό είναι – τελικά – που βρήκα. Με το ίδια πάθος αναζήτησα και τη γνώση. Επιθυμούσα να κατανοήσω τις καρδιές των ανθρώπων. ‘Ήθελα να μάθω γιατί λάμπουν τα αστέρια. Και προσπάθησα να κατανοήσω τη Πυθαγόρεια φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία κυριαρχούν οι φυσικοί αριθμοί. Λίγα από αυτά, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό, τα έχω επιτύχει.
Ο έρωτας και η γνώση, στο μέτρο του δυνατού, μας ωθούν προς τα πάνω, στους ουρανούς.Αλλά πάντα η πίκρα με γυρνούσε πίσω στη γη. Αντίλαλοι κραυγών πόνου αντηχούν στην καρδιά μου. Τα παιδιά που πεινάνε, τα θύματα που βασανίζονται από τους καταπιεστές, ανήμποροι ηλικιωμένοι, και όλος ο κόσμος που είναι γεμάτος με μοναξιά, φτώχεια και πόνο, κάνουν παρωδία αυτό που θα έπρεπε να είναι η ανθρώπινη ζωή. Λαχταρώ να προσφέρω ανακούφιση από το κακό, αλλά δεν μπορώ και υποφέρω. Αυτή είναι η ζωή μου. Διαπίστωσα ότι αξίζει να ζεις, και εφόσον μου προσφερόταν αυτή η δυνατότητα, θα ζούσα με χαρά και πάλι »
[ΠΗΓΗ: Από την αυτοβιογραφία του Μπέτραντ Ράσελ, που γράφτηκε το 1956 - Μπέρτραντ Ράσελ [1872-1970], Άγγλος μαθηματικός, φιλόσοφος και διακεκριμένος εκπρόσωπος του ειρηνιστικού κινήματος. Βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1950.]
Αυτά τα ωραία και φιλοσοφημένα ο Μπέρναρντ Ράσελ αρκετές δεκαετίες πριν… Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που όχι μόνο δεν μπορούν να μιλήσουν αλλά ούτε και να φανταστούν τα «πάθη της ζωής» που περιγράφει ο Ράσελ… Γι αυτούς η ίδια η ζωή είναι βάρος ασήκωτο, «πάθος απαγορευμένο», όπως γράφει ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης στο παρακάτω ωραίο μες στην οργή του ποιητικό κείμενο:
«Γιατί η ζωή είναι πάθος απαγορευμένο…»
(Κατάλογοι. 2 -απόσπασμα)
Γιατί η ζωή είναι πάθος απαγορευμένο, εξαγριωμένο απ’ τις δορυώσεις,
κυνηγημένο μέσα στη λάσπη και στα βρεμένα δέντρα,
από χώρα σε χώρα,
μπερδεύοντας τα σύνορα που σα σύρματα μπλέκονται στα πόδια του,
με τα μαλλιά απ’ τον ιδρώτα κολλημένα
στο μέτωπο, στον τράχηλο, στους κροτάφους,
με μια κορυφωμένη πίκρα στο στόμα,
με το αίμα να θέλει να πεταχτεί μέσα από τους διεσταλμένους πόρους,
πεισματικά εμπνευσμένο από την καταδίκη του,
μεταρσιωμένο από τον ίλιγγο της δυστυχίας του,
από τη μέθη του ίδιου του τού αίματος,
βλέποντας εκτυφλωτικά οράματα μέσα στη σκοτεινή περιδίνηση του φόβου του,
με την ακαταμάχητη γονιμότητα της καταδιωγμένης κοιλιάς του,
πάθος ακάλυπτο, ουρλιάζοντας, χωρίς στρώμα, εκτεθειμένο, βρίζοντας,
μέρα νύχτα βρίζοντας, βρίζοντας σαν αφόδευση θεών,
αρπάζοντας και μην τίποτα πιάνοντας,
οργασμένο από τον μαγνητισμό της υπέρβασης των όρων,
πάθος με τη δική του θεολογία
και δικούς του τρόπους εξαϋλώσεων
του χλωράνθιου, του δοξαίσθητου σώματος,
του λατρευτικού, του μυραιώνιου,
που σαλεύει γλυκά και ξιφιαία σαν μάταιος έρωτας
και σαν αίμα της μνήμης σε φλογισμένο κρόταφο, πάθος
που ζει λιμασμένο,
σα δαρμένο σκυλί των τεκέδων, σαν άρρωστη γάτα των μπορντέλων,
εξομοιωμένο με το αβυσσαλέο κενό
που είναι η άλλη όψη της πληρότητας και των ανεξάντλητων εικόνων,
αινιγματικό, άλυτο, απόρθητο, ακατάβλητο, μυστικοπαθές και δημοφάγο,
δοσμένο στο μαρτύριο της ανέγερση του ανείπωτου και του απρόσιτου,
με τα βυζιά του καμένα, τη μήτρα του κλεμμένη, τη γλώσσα φαγωμένη,
όλες τις αισθήσεις μαντρωμένες
κι όλες τις διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο,
στο έπακρο όλες τις διαισθήσεις,
όλες οι διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο.
Εν όψει του καταιγισμού των προφητειών.
Εν όψει της ανατολής των νέων ιερέων.
Για ν’ ακούσουν οι συναθροίσεις τον λόγο
και να δοξάσουν το όνομα τού μέχρι τότε ακατονόμαστου.
κυνηγημένο μέσα στη λάσπη και στα βρεμένα δέντρα,
από χώρα σε χώρα,
μπερδεύοντας τα σύνορα που σα σύρματα μπλέκονται στα πόδια του,
με τα μαλλιά απ’ τον ιδρώτα κολλημένα
στο μέτωπο, στον τράχηλο, στους κροτάφους,
με μια κορυφωμένη πίκρα στο στόμα,
με το αίμα να θέλει να πεταχτεί μέσα από τους διεσταλμένους πόρους,
πεισματικά εμπνευσμένο από την καταδίκη του,
μεταρσιωμένο από τον ίλιγγο της δυστυχίας του,
από τη μέθη του ίδιου του τού αίματος,
βλέποντας εκτυφλωτικά οράματα μέσα στη σκοτεινή περιδίνηση του φόβου του,
με την ακαταμάχητη γονιμότητα της καταδιωγμένης κοιλιάς του,
πάθος ακάλυπτο, ουρλιάζοντας, χωρίς στρώμα, εκτεθειμένο, βρίζοντας,
μέρα νύχτα βρίζοντας, βρίζοντας σαν αφόδευση θεών,
αρπάζοντας και μην τίποτα πιάνοντας,
οργασμένο από τον μαγνητισμό της υπέρβασης των όρων,
πάθος με τη δική του θεολογία
και δικούς του τρόπους εξαϋλώσεων
του χλωράνθιου, του δοξαίσθητου σώματος,
του λατρευτικού, του μυραιώνιου,
που σαλεύει γλυκά και ξιφιαία σαν μάταιος έρωτας
και σαν αίμα της μνήμης σε φλογισμένο κρόταφο, πάθος
που ζει λιμασμένο,
σα δαρμένο σκυλί των τεκέδων, σαν άρρωστη γάτα των μπορντέλων,
εξομοιωμένο με το αβυσσαλέο κενό
που είναι η άλλη όψη της πληρότητας και των ανεξάντλητων εικόνων,
αινιγματικό, άλυτο, απόρθητο, ακατάβλητο, μυστικοπαθές και δημοφάγο,
δοσμένο στο μαρτύριο της ανέγερση του ανείπωτου και του απρόσιτου,
με τα βυζιά του καμένα, τη μήτρα του κλεμμένη, τη γλώσσα φαγωμένη,
όλες τις αισθήσεις μαντρωμένες
κι όλες τις διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο,
στο έπακρο όλες τις διαισθήσεις,
όλες οι διαισθήσεις οξυμένες στο έπακρο.
Εν όψει του καταιγισμού των προφητειών.
Εν όψει της ανατολής των νέων ιερέων.
Για ν’ ακούσουν οι συναθροίσεις τον λόγο
και να δοξάσουν το όνομα τού μέχρι τότε ακατονόμαστου.
(Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) του Δημήτρη Δημητριάδη)
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google. Σήμερα αντέγραψα και επικόλλησα από το ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ: ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΣ (με κλικ εδώ)