«Τι είναι ένας νέγρος; Και, καταρχάς, τι χρώμα έχει;» Στους Νέγρους του Ζαν Ζενέ, οι μαύροι παίζουν τους λευκούς που παίζουν τους μαύρους. Οι εξουσιαζόμενοι μαύροι παίζουν τους εξουσιαστές λευκούς που παίζουν τους ταπεινωμένους μαύρους. Οι Νέγροι δεν είναι ένα έργο για τον ρατσισμό ή την αποικιοκρατία. Κι ο Μοναχικός καβαλάρης δεν είναι μια ταινία για τους Ινδιάνους και την κατάκτηση της μακρινής Δύσης. Δεν είναι γουέστερν· είναι μια ταινία πάνω στην αισθητική των γουέστερν. Δεν είναι ιστορική ταινία, είναι μια ταινία πάνω στην αισθητική που διαμόρφωσε ο κινηματογράφος για την αμερικανική ιστορία. Ο Μοναχικός καβαλάρης είναι μια παιχνιδιάρικη μετα-ταινία, που μιλάει πολύ σοβαρά (με τη θανάσιμη σοβαρότητα που μόνον ο παιγνιώδης καλλιτέχνης μπορεί να έχει) για το αμερικανικό παρόν. Και, ίσως, για το μέλλον όλων μας.
Οι «σοβαροί» κριτικοί κατηγόρησαν την ταινία για τον μη ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο αναπαριστά τον ινδιάνο πρωταγωνιστή της και για έλλειψη αυθεντικής «ινδιανικότητας». Αλλά η παγίδα της ταινίας βρίσκεται ακριβώς εδώ: παιγμένος από τον Ντεπ, μ’ αυτήν την εκπληκτική επιθανάτια μάσκα από ξεραμένο ασβέστη και κλοουνίστικες μαύρες γραμμές, και μ’ αυτό τον ανιστορικό κεφαλόδεσμο πάνω στον οποίο, αντί για φτερά αετών, βρίσκεται εγκατεστημένο ένα νεκρό κοράκι, ο Τόντο απέκτησε τη μόνη δυνατή υπόσταση που μπορεί να έχει ένας Ινδιάνος στον κινηματογράφο: απέκτησε αισθητική πραγματικότητα. Στο τηλεοπτικό πρωτότυπο του ’50, ο Τόντο έμοιαζε ντυμένος με αποκριάτικη στολή ερυθρόδερμου για σχολικές γιορτές της Ημέρας των Ευχαριστιών. Στην κινηματογραφική του επανερμηνεία, ο Τόντο του Ντεπ είναι η ενσάρκωση του απόλυτου κλόουν. Ο Τόντο του Ντεπ και του Βερμπίνσκι είναι ένας κλόουν που έχει επιζήσει από τη γενοκτονία των δικών του, που κουβαλάει το μέρος της ενοχής που του αναλογεί για τη γενοκτονία των δικών του. Αυτός ο Τόντο είναι η απάντηση ενός ηθοποιού στο ερώτημα του Αντόρνο: «Υπάρχει ποίηση μετά το Άουσβιτς;».
Ασφαλώς ο Γκορ Βερμπίνσκι δεν ήθελε να φτιάξει ένα ριμέικ του τηλεοπτικού Lone Ranger: το κόκκινο μπαλόνι της πρώτης σκηνής είναι μια σαφής υπενθύμιση του Κόκκινου μπαλονιούτου Albert Lamorisse. Το αγοράκι που μπαίνει στο λουναπάρκ ντυμένο καουμπόης και συναντάει τον γέρο Τόντο στην τέντα με τα ιστορικά ταμπλώ-βιβάν (σαν μεγεθυμένες εικόνες από View-Master) είναι ο μόνος «σοβαρός» πρωταγωνιστής της ταινίας και ταυτόχρονα ο υποδειγματικός θεατής της. Το αγόρι «πετάει» πάνω από την σύγχρονη αμερικάνικη ζωή, κρατώντας ως «κόκκινο μπαλόνι» την διήγηση του Τόντο για το αμερικάνικο παρελθόν. Αλλά ο αυτός ο γερασμένος Τόντο δεν είναι ένα εθνολογικό κατάλοιπο, είναι ένας κλόουν του Λούνα Παρκ. Τι είναι σήμερα ένας Ινδιάνος, ένα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος απομεινάρι, ό,τι διασώθηκε από την βία της αποκοιοκρατίας και των ιδεολογικών χειρισμών της, ή ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να πει την αλήθεια, μια αλήθεια που για να είναι αληθινή πρέπει να είναι ειρωνική; Δεν είναι ο Ινδιάνος, προκειμένου να είναι αληθινός τουλάχιστον καλλιτεχνικά, ο απόλυτος κλόουν;
Το μακιγιάζ του γέρου Τόντο, κάτω από το οποίο δεν έχει μείνει ίχνος από την ώριμη καλλονή του Ντεπ, κατακρίθηκε επίσης ως ακραίο. Αλλά ακριβώς αυτή η οφθαλμοφανής αντιρεαλιστικότητα σε τι άλλο μπορεί να παραπέμπει παρά στο μακιγιάζ του Ντάστιν Χόφμαν γέροντα μιξο-Ινδιάνου από το Μεγάλο ανθρωπάκι του Άρθουρ Πεν; Το «μεγάλο ανθρωπάκι» είναι ο λευκός που έγινε Ινδιάνος, ο Ινδιάνος που επέζησε της μεγάλης σφαγής, ο άνθρωπος που δεν έχει πια φυλή. Το Μεγάλο ανθρωπάκι (1970) ήταν πρώτη αμερικανική ταινία που παρουσίασε το Ιππικό των ΗΠΑ ως σφαγιαστή. Το Ιππικό του 1890, άρα οι δυνάμεις πεζοναυτών στο Βιετνάμ… Το Ιππικό στον Μοναχικό καβαλάρηδεν σφαγιάζει απλώς τους Ινδιάνους και ο συνταγματάρχης του δεν είναι απλώς ένας κομψευόμενος φαφλατάς — το Ιππικό των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η ένοπλη δύναμη που επιβάλλει τον «νόμο και την τάξη» όπως τα χρειάζονται οι γκάγκστερ της Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Αλλά αν, πολιτικά, ο Μοναχικός καβαλάρηςείναι ακόμα πιο ριζοσπαστικός από το Μεγάλο ανθρωπάκι, στο επίπεδο της αναπαράστασης του Ινδιάνου είναι ακόμα πιο ειρωνικός και, κυρίως, πιο σπαραχτικός. Οι Ινδιάνοι είχαν, στην ταινία του Πεν, υπερτονισμένα τα ασιατικά χαρακτηριστικά· περισσότερο από Ινδιάνοι, ήταν Βιετναμέζοι. Οι Ινδιάνοι Κομάντσι του Βερμπίνσκι είναι πιο αυθεντικοί, πιο όμορφοι καθώς αυτοκτονούν ως έφιππες σκιές πέφτοντας στα πυρά του Ιππικού — αλλά ο πρωταγωνιστής Ινδιάνος, ο έκπτωτος της φυλής του, υπερβαίνει τα φυλετικά του χαρακτηριστικά: το μόνο πρόσωπο που του έχει απομείνει είναι το προσωπείο του πένθους και η μάσκα του κλόουν.
Περισσότερο από ριμέικ, ο Μοναχικός καβαλάρης είναι σχόλιο και φόρος τιμής στην ιστορία των «πολιτικών» γουέστερν. Η Άγρια συμμορία (1969) του Σαμ Πέκινπα είναι επίσης διαρκώς παρούσα: ως άμεση αναφορά (με την παρουσία των πρεσβυτεριανών, των ύμνων τους και των ηθικολογικών εμμονών τους), ως προβληματισμός πάνω στη φύση και την πολιτική σύσταση της «συμμορίας» και της προδοσίας, ως προβληματισμός πάνω στον χαρακτήρα της πολιτικής βίας. Περισσότερο αναρχικός παρά πολιτικός, περισσότερο ιστορικός παρά αγωνιστικός, ο κινηματογραφικός λόγος του Μοναχικού καβαλάρηδιευρύνει αυτή την προβληματική, εντάσσοντας όχι μόνο την σχέση του καπιταλισμού και της «προόδου» με την εκμετάλλευση του Φαρ Ουέστ, αλλά εισάγοντας τη μοναξιά του Ινδιάνου ως συστατικό της στοιχείο.
Το 1973, ο Μάρλον Μπράντο έστειλε την Απάτσι Σασήν Λιτλεφέδερ να αρνηθεί το Όσκαρ του για τον Νονό, διαμαρτυρόμενος για τα γεγονότα του Wounded Knee και την παρουσίαση των Ινδιάνων από το Χόλλυγουντ. Δύο χρόνια και ένα Ταγκό στο Παρίσιαργότερα, έπαιξε στους Φυγάδες του Μισσούριτου Άρθουρ Πεν, και η συγκλονιστική του ερμηνεία καταβαραθρώθηκε από τους κριτικούς ως «εκτός ελέγχου», όπως σήμερα η ερμηνεία του Ντεπ. Το μαντίλι που έδενε το κεφάλι του Μπράντο στους Φυγάδεςέχει περάσει ως στέμμα στο κεφάλι του Ντεπ-Τόντο. Οι τραγικές στιγμές της ερμηνείας του Ντεπ είναι πεισματικά «μπραντικές» — οι κωμικές είναι εντελώς δικές του, αλλά επειδή κωμική υποκριτική εκτός παράδοσης δεν υπάρχει, η κωμικότητά του στηρίζεται σε μεγάλες δόσεις από τη μεγάλη βουβή ειρωνεία του Μπάστερ Κήτον και σε μικρές νύξεις στο ετεροβαρές περπάτημα του Τσάπλιν.
Το πρόβλημα των αμερικάνων κριτικών έγκειται τελικά όχι στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται ο Ινδιάνος, αλλά στο γεγονός ότι ο Ινδιάνος έχει κλέψει εντελώς την παράσταση από τον λευκό. Η δικαιοσύνη είναι υπόθεση του Ινδιάνου. Και η ιστορική αφήγηση επίσης. Ο λευκός Μοναχικός Καβαλάρης ανήκει στον κόσμο των μακαρθικών γουέστερν. Ο Ινδιάνος, η μοναχική συνείδηση της Ιστορίας, ανήκει στον κόσμο των σαιξπηρικών κλόουν, τον μόνο που μπορεί να μας δικαιώσει.
Ο γέροντας Τόντο ολοκληρώνει την τρελή του αφήγηση και φεύγει από το λουναπάρκ, φορώντας ένα φθαρμένο φράκο, κρατώντας μια ξεπατωμένη βαλίτσα: ένας Τσάπλιν εξωτικός και ταυτόχρονα οικείος. «Τι είναι ένας Ινδιάνος; Και, καταρχάς, τι χρώμα έχει;». Θα άρεσε στον Σαίξπηρ αυτός ο Ινδιάνος κλόουν που έχει διαβάσει Άμλετκαι τον διασκευάζει διαρκώς. «O χρόνος εξαρθρώθηκε», έλεγε ο Δανός. «Η φύση απορρυθμίστηκε», λέει ο Ινδιάνος.
[Έλενα Πατρικίου, σκηνοθέτρια και ιστορικός, «Ένας σαιξπηρικός κλόουν στην Άγρια Δύση, ΕΝΘΕΜΑΤΑ: http://enthemata.wordpress.com/ ]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google. Σήμερα αντέγραψα από τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ με ΚΛΙΚ εδώ!]