Θυμάμαι τη δυσκολία μας να βρούμε τα υπέρ ή τα κατά της άλλης πλευράς όταν γράφαμε εκθέσεις επιχειρηματολόγησης στο σχολείο. Με όποια πλευρά κι αν είσαι θα πρέπει να σκεφτείς τα επιχειρήματα της άλλης, ίσως μάλιστα περισσότερο από τα επιχειρήματα της δικής σου πλευράς. Αυτή ήταν η προτροπή. «Μα γιατί να το κάνουμε αυτό; Τι νόημα έχει;» Ρωτούσαμε θυμωμένες τη φιλόλογο που αποδομούσε τα ισχνά αντεπιχειρήματά μας όταν τα παραθέταμε για να κάνουμε απλώς το καθήκον μας και αποκάλυπτε ανομολόγητες προθέσεις…
«Για να μάθουμε να ακούμε, για να μάθουμε να σεβόμαστε το διαφορετικό, το αντίπαλο».Δεν ήταν λίγες οι φορές που η “άλλη” πλευρά, παρέπαιε ή επαναλάμβανε κοινοτοπίες και αυτονόητα, χάνοντας σε δύναμη και πειθώ. Τι φορές όμως που το θέμα μάς έκαιγε έπαιρναν φωτιά οι τεκμηριώσεις και τα επιχειρήματα εκατέρωθεν και συχνά όχι μόνο εγκλωβισμένα σε ένα ασπρόμαυρο πλαίσιο. Αφήναμε τότε κατά μέρος τις κόλλες αναφοράς και πιάναμε την κουβέντα για τα καλά. Και η φιλόλογος χαμογελούσε και είχε το νου στο τιμόνι της κουβέντας για να μην παρεκτραπεί από την ουσία. Στο τέλος εκείνης της πρώτης χρονιάς στο λύκειο αρχίσαμε σιγά-σιγά να ψυλλιαζόμαστε τη σημασία του διαλόγου και της ανταλλαγής. Του σεβασμού των άλλων, της αλληλεπίδρασης των απόψεων και αντιλήψεών μας.
Η αίσθηση που έχω σήμερα είναι πώς ακόμα δεν έχουμε μάθει να κουβεντιάζουμε και πως η πιο μεγάλη μας δυσκολία, είναι να ακούσουμε την άλλη πλευρά, να της ανοίξουμε δρόμο να ξεδιπλωθεί. Και όχι τη μια άλλη πλευρά, αλλά τις πολλές και διαφορετικές άλλες πλευρές, και ιδανικά όλες τις πλευρές, τις φωνές, τις αποχρώσεις. Το πολύ να φτάσουμε μέχρι το δίλημμα, το σημείο που αβεβαιότητες και βεβαιότητες για ένα θέμα μετράνε περίπου ίσα στο ζύγι. Σπανίως γίνεται διάλογος με περίσκεψη και καθαρή ματιά για την ουσία. Λες και είμαστε κοινωνία “αναλφάβητη”, απαίδευτη στο διάλογο και την ανταλλαγή. Και όταν ανοίξει ένα θέμα, τα υπέρ ή τα κατά, της μιας άποψης μεταμορφώνονται σε σαμουράι, γιγαντώνονται, θεριεύουν, μονοπωλούν το πεδίο, τις αντιλήψεις, τον τρόπο που βλέπουμε και καταλαβαίνουμε την πραγματικότητα. Το πολύ που φτάνουμε δηλαδή είναι μέχρι την άλλη όψη του νομίσματος, στο μαύρο το άσπρο, στο μέσα το έξω, στο αριστερά το δεξιά, στο καλό το κακό. Και όταν ακόμα υπάρχει βήμα, το κλίμα γίνεται πολεμικό και οι “αντίπαλοι” παίρνουν αμπάριζα για να επιβληθούν στην όποια αρένα.
Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.
και να λένε:
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.
[ΠΗΓΗ: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ κι ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ παραμύθια κι ιστορίες ή πώς μας αφηγείται η ζωή: http://mythoplasieskiafigiseis.wordpress.com/ΥΠΕΡ ή ΚΑΤΑ, ΝΑΙ ή ΟΧΙ -Στίχοι:Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο Τσουκάλι (1975) Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης ]