Η θέση της πολυθρόνας στη βεράντα μου το τέλμα, η προσήλωση σε παμπάλαια σχήματα το μονοπάτι ανθίζει σαν καινούργιο (Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου)
Και το ’λεγε ο πατέρας μου: –Μάθε σκοποβολή, φρόντιζε τον εαυτό σου, μη συνερίζεσαι τους πεθαμένους. Μόνο τ’ αστέρια είναι αλεξίσφαιρα. Με τέτοια όνειρα εκεί κάτω σίγουρα θα φας το κεφάλι σου
Και το ’λεγε ο πατέρας μου: –Μάθε σκοποβολή, φρόντιζε τον εαυτό σου, μη συνερίζεσαι τους πεθαμένους. Μόνο τ’ αστέρια είναι αλεξίσφαιρα. Με τέτοια όνειρα εκεί κάτω σίγουρα θα φας το κεφάλι σου
Γιατί το νιώθουμε πως πολλά δεν πρόκειται να ειπωθούν καθώς συνήθως εκστομίζονται τ’ ανώδυνα τα βαρετά και τα συνήθη. Γιατί τα ουσιώδη δύσκολα λέγονται κι ακόμα δυσκολότερα κατανοούνται, αφού μας διαφεύγουν οι απαραίτητοι κώδικες αποκρυπτογράφησης συναισθημάτων, ιδεών και απόψεων. Τα υπόλοιπα είναι απλώς διαχειρίσιμα από όσους κομπάζουν παλιομοδίτικα, αλλά και βρίσκουν το πρόθυμο ακροατήριο. Αφού ακόμα και οι ακροάσεις είναι προσυμφωνημένες, σαν τις σταυροδοσίες: «τόσα δικά σου θ’ ακούω, σε τόσα θα σε επαινέσω, τόσα δικά μου θα καταπιείς». Άντε μετά ν’ αλλάξει ο τόπος κι οι ζωές μας που καθηλωμένες και ανενεργές απέναντι στα καθιερωμένα θρησκείας, πολιτείας τραγωδίας κι έρωτα, ασφυκτιούν αγωνιούν φοβούνται.
Και πάλι θέλω να συνδέσω τ’ ασύνδετα όχι από αμηχανία τόσο, όσο από πόθο να ξεφύγω για λίγο μαζί σας, να κλείσω τα μάτια και να βρεθώ μακριά από δοσίλογους πολιτειακούς και πολιτικούς παράγοντες, δημοσκόπους, δημοσιογράφους και δημοκόπους.
Τρεις οι αφορμές και τα αφορμίσματα (ή φλεγμονές μου): η πρόσφατη επέτειος σύλληψης και τελικά εκτέλεσης του Τσε Γκεβάρα με εννιά σφαίρες στις εννιά Οκτώβρη 1967.Την ώρα που εμείς, λίγο μεγαλύτεροι των εννιά, μαθαίναμε να ζούμε στο βηματισμό του χακί που μόλις έκανε τα πρώτα του ματωμένα βήματα στον ελληνικό βούρκο μιας ακόμα δικτατορίας. Για να φτάσουμε 46 χρόνια μετά να τον νομιμοποιούμε μέσω της ψήφου, των προγνωστικών και της τηλεόρασης. Και ν’ αξιολογούμε τις φασίζουσες διαβαθμίσεις του στις λιγότερο ή περισσότερο light εκδοχές του!
(γαμώ το κέρατό σας
δοσίλογοι σπιούνοι τζάκια εξουσίας
τοπία ολέθρου κι οι βόμβες να πουλιούνται
για να πέφτουν να φέρνουν ίδιο σε όλους θάνατο, Αντρέας Παγουλάτος)
Τον Τσε Γκεβάρα εντόπισαν πράκτορες της CIA με επικεφαλής τον Félix Rodríguez, από μια συσκευή αμερικάνικου Πανεπιστημίου που ανίχνευε τον καπνό κι είχε σχεδιαστεί για την προστασία των δασών. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού.» Σαν τους δικούς μας αρχικοριούς της ΕΥΠ ή της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος που μπορεί να σχεδιάστηκαν για την εξάρθρωση της παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο, ή για την προστασία της έννομης τάξης [τους] αλλά –αχρείαστο να ’ναι– παρακολουθούν σύμπασα τη χώρα, πλην Βουλγαράκη (αν τον θυμόμαστε μ’ εκείνους τους επιτελικούς χάρτες αλά στρατηγό Πάττον, την επαύριον της αυτοκτονίας(;) Τσαλικίδη).
Το διάτρητο σώμα του Γκεβάρα, αφού έκοψαν τα χέρια του, που διατηρήθηκαν στη φορμόλη για να βεβαιωθούν σε εύθετο χρόνο για την ταυτότητά του, θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο 30 χιλιόμετρα. από την Λα Ιγκέρα όπου τον δολοφόνησαν. (Οι δολοφόνοι ανέκαθεν φοβόνταν τους δολοφονημένους)
Δεύτερη φλεγμονή οι 300 «λαθραίοι» (κατά την τρέχουσα και θεσμική ορολογία μας) νεκροί του ναυάγιου της Λαμπεντούζα για τους οποίους προσεύχονται Πάπας, Μπαρόζο και Ευρωπαϊκή Ένωση.για το κρεβάτι του ταπεινού και καταφρονημένου
για το κάρο του αγωγιάτη
για την κάσα του άπορου
ξύλο ταπεινό
κάσες φέρετρα κιβούρια
βιαστικά ανοιγμένοι τάφοι
άταφοι νεκροί
άκλαυτοι αδιάβαστοι
τροφή
για τα κοράκια
για τα τσακάλια
της ερήμου
(Αντρέας Παγουλάτος «Πέραμα», εκδ. Μανδραγόρας)
Τρίτη πληγή η σύνδεση ενός παλιότερου κειμένου με τίτλο Πέρασμα/1995 εμπνευσμένο από 22 ασπρόμαυρες εικόνες του Αντρέα Λαζάνη, με το τελευταίο ποιητικό «Πέραμα»του Αντρέα Παγουλάτου (16.11.1946-22.3.2010):
μια τάβλα για τους απεργούς που δολοφόνησαν
δυο πήχες ξύλο για τους άμαχους που δολοφόνησαν
ξύλο ταπεινή αγκαλιά για τα παιδιά που δολοφόνησαν…
Το σκηνικό συμπληρώνει (για να επανέλθουμε επιτέλους στο παλιό κείμενό μας που φιλοδοξούμε στο επόμενο να ολοκληρώσουμε), η ηθοποιός και φεμινίστρια Βαλερί Σολάνας μέλος του ευρύτερου κύκλου του Άντι Γουόρχολ που σύχναζαν στο διάσημο εργαστήριό του, το Factory. Στις 3 Ιουνίου 1968 την ώρα που ο καλλιτέχνης της PopArt έμπαινε με φίλους στο Εργοστάσιότου, η Σολάνα άρχισε να πυροβολεί τραυματίζοντας τελικά τον Γουόρχολ και τον κριτικό Μάριο Αμάγια.
Λεπτομέρεια αξιοποιήσιμη κατά το δοκούν: Η Σολάνας είχε ιδρύσει την ομάδα SCUM («Βρωμιά», ακρωνύμιο της φράσης «Society for Cutting up Men», «Σωματείο για το πετσόκομμα των ανδρών»), της οποίας είχε συγγράψει και το μανιφέστοπου προέβλεπε τη θανάτωση όλων των ανδρών καθώς ήσαν απολύτως περιττοί τόσο ως προς την αναπαραγωγή όσο και ως προς τη σεξουαλική απόλαυση.
Κυριολεκτικά ή μεταφορικά η «naturemort» ή επί το ελληνικότερο «νεκρή φύση» συμβιώνει πολιτικά, συναισθηματικά, ή καλλιτεχνικά με την ανθρώπινη τις ατέλειες, τις δεξιότητες, τη δύναμη αλλά και τις αδυναμίες μας. Καταδικασμένοι ή ευτυχείς να συνεχίζουμε εξακολουθούμε να διατυπώνουμε ερωτήματα εκεί που οι άλλοι κατέχουν βέβαιες απαντήσεις.
Δεν πρόκειται για την ηθοποιό και φεμινίστρια Βαλερί Σολάνας, παρότι το όπλο της βρήκε το στόχο.άλλωστε κατόπιν εορτής γνωρίσαμε έργο και όνομα: Άντι Γουόρχολ… Δεν αξιωθήκαμε καν το Μανχάταν, (ο Γούντυ Άλεν παραμένει η μόνη αναφορά μας).στα ’68 όταν οι άλλοι προετοιμάζαν το Γούντστοκ εμείς μόλις που πρωτοακούγαμε το «Περιβόλι του Τρελού» (στ’ όνομα Διονύσης Σαββόπουλος) και βεβαίως όχι με την παγκοίνως γνωστή Συννεφούλατου που ποτέ δε μας άρεσε, αλλά με την καταλυτική για μας «θεία Μάρω». (Τη δική μας απλώς τη λέγαν Ρουμπίνη).
Με κίνδυνο να κατηγορηθούμε γι’ αυστηρώς προσωπικές αναφορές και τόνο αυτοβιογραφικό παραμένουμε διατεθειμένοι να ολοκληρώσουμε παρακάμπτοντας τα όποια σχόλια δικαιολογημένα ή μη, παρελθόντα ή μέλλοντα, βάσιμα (από ποιον και γιατί;) ή αβάσιμα (απέναντι σε τι και από πού και ως πού;)
Ενδεχομένως να εγερθούν αντιρρήσεις σχετικές με τους συνειρμούς μας στη Σολάνας, το Μανχάταν, την Popartτου Γουόρχολ, τα κοινόβια, τους χίπις και τη θεία μας…
Δεν ήταν όμως αφορμή ο Κολωνός, (κοινός μας τόπος με τον Αντρέα, ή τον άλλον πρόωρα χαμένο Χρήστο), η Αρχελάου (όπου κάποτε γειτνιάζαμε προσωρινώς –αν μπορούμε να αντιδιαστείλουμε τον χρονικό προσδιορισμό στην υπό αίρεση μονιμότητά μας), τα υπερμεγέθη Macintoshπου μας κόμπλαραν, (εμείς οι ταπεινοί τού φτωχοτάτου Classicπου εγκαταλείψαμε ακουσίως, μαζί με την ποίησή μας εσαεί έξωθεν της Χείρωνος), ή ενός Powerbook(–δεύτερο χέρι)… Δεν ήταν η απαλότητα της μουσικής (υπόκρουσης) και ο ανάλογος φωτισμός (ή μάλλον το κατάλληλο σκότος), τα πεδία (είκοσι δύο τον αριθμό ν’ ανοίγουν αντιστρόφως), το κάρβουνο, η ελευθερία του χώρου (σε αποχρώσεις γκρι και μαύρου), η λάσπη (και να σε πνίγει), τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια (και οι εγκαταλελειμμένοι άνθρωποι), οι άστεγες λαμαρίνες, ο απροσδιόριστος φόβος του μέλλοντος (που από καιρό διαρκεί σαν παρελθόν).
Μα ειλικρινά γευτήκαμε γραμμές και σχήματα αλαλάζοντα, καμπύλες και ευθείες (οι περισσότερες) επισκιάζοντας –απ’ το μηδέν και πίσω πάλι στο άπειρο– τη γενετήσια ορμή ενός τριγωνικού αισθαντικού κατόπτρου (που κάποιοι θα εκλάβουν και ως άνθος)… Χαρήκαμε τη θάλασσα βουβή και εναγωνίως απαστράπτουσα, και υπεσχημένη (άνευ αντικρίσματος). Τετράγωνα, ημικύκλια και τόξα έκτοτε, (όχι ουράνιοι εξορκισμοί νεφών κι υδάτων) αλλά φωτιές/φωνές ολόζωες ενός υγρού που ενώ προόρισται να καταπιεί σε, αφήνει για το τέλος έκπληξη καθοδηγώντας απαλά ως τη νιρβάνα που (αν δεν εκληφθεί ως ύβρις σε τέτοιες θρηνητικές εποχές), μπορεί να αποκληθεί και προοπτική ευτυχίας ενόψει απαστράπτοντος λειμώνος.
Όντα θνησιγενή στο επίκεντρο να φθίνουν ενώ η θέση τους θα ήταν στο μηδέν κι ακόμα παρακάτω. Θα ζούμε εμείς; αναρωτήθηκα στην έξαψη, εάν ναι, πώς, πού και έως πότε άραγε; Αν όχι, τότε γιατί αφήνουμε να μας ξεφεύγει αυτό που θα μπορούσε να οριστεί μοναδική ανάμνηση;
«Εγώ πυροβόλησα τον Άντι Γουάρχολ» τις μνήμες και τα συναισθήματά μου κι απόμεινα ολόμονος να τρέχω βράδια προς την έξοδο κινδύνου κυνηγημένος.
Αναλύσεις που χάθηκαν σε μια λασπωμένη στροφή, σε τούνελ αγροικιών, σε νεκρά βλέφαρα ταινιών μη ομιλούντος (βωβού θα λέγαμε σήμερα) κινηματογράφου.σε διαρκή αποκαθήλωση ονείρων που αποκτούν πνοή κι υπόσταση οσάκις εξομοιώνονται με τα τετριμμένα, τα απλοϊκά και τα συνήθη. (Σαν τον «συνήθη τόπο εκτελέσεων» όπου συνετίζονταν οι αποκλίνοντες).
Μοναξιά-μοναξιά-μοναξιά, σφυρίγματα τρένων κι ο κόμπος ολόγυρα ίδιος γραβάτα που σου φορέσαν άπαξ για επικήδειο. Το παλιό με το καινούριο του αιώνα να χάνονται στο μετέωρο πλατύσκαλο της απόφασης που διαβάζεται και ατολμία. Χάραξη χαραματιά και χάρακας μιας ιδιότυπης ακινησίας στο κενό. Ρίζα που μόλις να συσπάται, στάσιμα νερά ρέοντα λόγια άκαμπτα. Πολιτική ή ουσία της νύχτας; Το δάκρυ του μεσημεριού και κείνο θάνατος. Είσαι σε κίνηση είμαι σε ζωή –η εικόνα μου –εσύ που μάχεσαι εφήμερες καινούριες τάξεις, ακόμα και ερωτευμένα σιντριβάνια σε στάση. Μας ψιθυρίζει τα βράδια ο έναστρος υποβολέας του κ. Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου των νεανικών μας ορμών.
Πόσα ονόματα σε ανώνυμα εγχάρακτα τόξα! Κι όμως για τα έργα και τις ημέρες μας ο λόγος, που φέτος τέλειωσαν νωρίς, πριν καν αρχίσουν…
Πάντως, να ξέρετε: εγώ πυροβόλησα τον Άντι Γουόρχολ
[ΠΗΓΗ: Κώστας Κρεμμύδας, Εγώ πυροβόλησα τον Άντι Γουόρχολ, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, περιοδικό για την Τέχνη και τη ζωή: http://mandragorasmagazine.wordpress.com/ ]