Ύστερα εκείνη μπήκε στο μπαρ, λάμποντας από νιάτα κι ομορφιά, ψηλόκορμη, με τα μαλλιά της ανακατωμένα από τον άνεμο. Είχε χλομό δέρμα στην απόχρωση της ελιάς, προφίλ που μπορούσε να ραγίσει τη δική σου καρδιά, αλλά και οποιουδήποτε άλλου, και τα μαύρα της μαλλιά, που ‘δειχναν σαν ζωντανά, χύνονταν στους ώμους της.» (Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δέντρα»)[Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο: BOOKSTANDe-περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]
Καλοκαίρι 1948. Ο Χέμινγουεϊ ζούσε εκείνη την εποχή στην Κούβα, στα περίχωρα της Αβάνας, μαζί με τη σύζυγό του Μέρι Γουέλς. Ήταν για εκείνον μια περίοδος λογοτεχνικά μη παραγωγική. Το Σεπτέμβριο του 1948 αποφασίζει λοιπόν να επιστρέψει στην Ιταλία, στα μέρη όπου τριάντα χρόνια πριν είχε ζήσει τον Α’ Παγκόσμιο ως οδηγός ασθενοφόρου, με σκοπό να γράψει ίσως μια ιστορία για τον πόλεμο.
Ήταν το πρώτο ταξίδι της Μέρι στην Ιταλία και η πρώτη επίσκεψη του Χέμινγουεϊ στη Βενετία, που υπήρξε πραγματικά μαγευτική στα μάτια και των δύο. Σύντομα όμως εγκαταστάθηκαν στο Τορτσέλο όπου περνούσαν τα απογεύματά τους μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Εκείνος συχνά αποσυρόταν σε ένα δωμάτιο με κάποια μπουκάλια Αμαρόνε για να γράψει τα γνωστά κείμενά του που δημοσίευε σε διάφορα περιοδικά, είχε όμως πάντα κατά νου να γράψει ένα βιβλίο για τη Βενετία και τον Πόλεμο. Τις μέρες που η Μέρι έλειπε στη Φλωρεντία, ο Χέμινγουεϊ ένιωθε μόνος και της έγραφε γράμματα για την ομορφιά του ομιχλώδους τοπίου και τη μοναξιά του, την οποία διασκέδαζε πού και πού με τη συντροφιά κάποιων φίλων και κυνηγώντας πάπιες στη λίμνη, που η Μέρι έχει περιγράψει στις αναμνήσεις της ως ένα πραγματικά ειδυλλιακό μέρος.
Η 11η Δεκεμβρίου έμελλε να είναι μέρα-ορόσημο στη ζωή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Η γνωριμία του με τη 18χρονη τότε Αντριάνα Ιβάντσιτς «τον χτύπησε σαν κεραυνός», όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα.Η Αντριάνα ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας από τη Δαλματία, που είχε όμως εκπέσει χάνοντας τον πλούτο της μα ποτέ το όνομά της. Η ίδια, μιλώντας για την πρώτη συνάντησή της με το διάσημο συγγραφέα, κάνει λόγο για τα ζωηρά και διεισδυτικά του μάτια που πρόδιδαν μια εσωτερική νιότη. Η Αντριάνα δε γνώριζε το συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ και του το ομολόγησε από την πρώτη στιγμή, τη μέρα εκείνη που βρέθηκαν να κυνηγούν πάπιες στη λίμνη. Η μόνη γυναίκα της συντροφιάς δεν κέρδισε τίποτα άλλο στο κυνήγι παρά μόνο μία μελανιά στο πρόσωπο και το μισό χτενάκι του Χέμινγουεϊ: «Ορίστε το μισό μου», της είπε σπάζοντας το χτενάκι στη μέση, καθώς ζεσταίνονταν γύρω από τη φωτιά κι εκείνη αναζητούσε μια χτένα για τα μαλλιά της. Η προσοχή του συγγραφέα ήταν έκδηλη και άκρως κολακευτική.
Λίγο μετά όμως ο Έρνεστ και η Μέρι έφυγαν για την Κορτίνα όπου εκείνος προσβλήθηκε από μια φρικτή μόλυνση που απείλησε την όρασή του. Τότε ήταν όμως, εκεί, που ξεκίνησε ο Χέμινγουεϊ να γράφει μια ιστορία εμπνευσμένη από τη ζωή κοντά στη λίμνη του Βένετο. Και ήταν πεπεισμένος ότι ξεκινούσε κάτι πραγματικά καλό, όπως φαίνεται από αυτά που έγραφε στον εκδότη του, Σκρίμπνερ: «Η δημιουργικότητα ενδυναμώνεται όταν είσαι ερωτευμένος.»
Τρεις μήνες μετά, το ζευγάρι επιστρέφει στη Βενετία και ο Χέμινγουεϊ συναντά πια την Αντριάνα τακτικά, ενώ στα μεσοδιαστήματα της τηλεφωνεί και μιλούν για την ιστορία του που προχωράει. Η Αντριάνα με τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό της ανανεώνει το ενδιαφέρον, τη διάθεση, την ικανότητά του Χέμινγουεϊ να γράφει και δίνει πρόσωπο στην ηρωίδα του. Η Ρενάτα του μυθιστορήματος «Across the River and into the trees» (Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δέντρα) δεν είναι άλλη από τη Αντριάνα Ιβάντσιτς, και ο συνταγματάρχης Κάντγουελ ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ. Σύντομα οι δυο τους, με αφορμή τα σχέδια της Αντριάνας για το εξώφυλλο του βιβλίου, και ύστερα από πρόταση του ίδιου του Χέμινγουεϊ, γίνονται «συνεργάτες»: δουλεύουν μαζί και μοιράζονται τα καλά και τα άσχημα. Έτσι όρισε εκείνος τουλάχιστον τη “συνεργασία” τους. Οι περισσότερες συναντήσεις των δύο “συνεργατών” γίνονται στο «Μπαρ του Χάρι» όπου ο συγγραφέας καταναλώνει άφθονο αλκοόλ και ευχαριστιέται τη συντροφιά της μούσας του. Το «Μπαρ του Χάρι» είχε γίνει δεύτερο σπίτι για το Χέμινγουεϊ, που προτιμούσε να περνά τις ώρες του εκεί παρά να αφιερώνει το χρόνο του σε τουριστικές εξορμήσεις απολαμβάνοντας τις ομορφιές της Βενετίας.
Μετά από μισό περίπου χρόνο στην Ιταλία όμως, ο Χέμινγουεϊ και η Μέρι αποφασίζουν να επιστρέψουν πια στην Κούβα. Ο Χέμινγουεϊ αγωνιά να ολοκληρώσει το βιβλίο του και η Μέρι φροντίζει να του ετοιμάσει ένα δικό του χώρο όπου θα μπορεί να δουλεύει απερίσπαστος από τους θορύβους του νοικοκυριού με θέα τη θάλασσα. Όμως ο συγγραφέας νιώθει πιο άνετα εντός του σπιτιού κι έτσι αφήνει το «λευκό πύργο», το ξεχωριστό αυτό οίκημα εντός του κήπου, για… τις γάτες του. Στο μεταξύ η Μέρι διαβάζει το χειρόγραφο του βιβλίου και, όπως εξομολογείται αργότερα στις αναμνήσεις της, εντοπίζει πολλές αστοχίες στην ιστορία. Δε νιώθει ωστόσο ιδιαιτέρως άβολα, ακόμη τουλάχιστον, με το γεγονός ότι η Ρενάτα, η ηρωίδα, είναι μια εντελώς στοιχειώδης μεταμφίεση της Αντριάνας.
Τον Ιανουάριο του 1950 ο Χέμινγουεϊ και η Αντριάνα ξανασυναντιούνται για δεύτερη φορά, στη Βενετία πάλι, και η συνάντηση αυτή πρόκειται να είναι συναρπαστική και για τους δύο. Στο βιβλίο που έγραψε δεκαετίες αργότερα για τη σχέση της με το Έρνεστ Χέμινγουεϊ, με τον τίτλο «Ο Λευκός Πύργος», η Αντριάνα μιλά για εκείνες τις μέρες με ενθουσιασμό: Ήταν ο ένας στο μυαλό του άλλου και συμπλήρωνε τις φράσεις του. Ένιωθαν τεράστια πνευματική εγγύτητα και ευλογία. Τότε ήταν που ένωσαν κιόλας για πρώτη φορά τα χείλη τους σ’ ένα πολύ «ευχάριστο λάθος». Έκτοτε μάλιστα ο Χέμινγουεϊ έκλεινε τα γράμματά του προς εκείνη όχι με φιλιά αλλά με «λάθος». Εκείνη την περίοδο ο Χέμινγουεϊ έγραψε και μια μικρή φανταστική ιστορία, την εξτραβαγκάντσα «Μαύρο Άλογο», που δε θα μπορούσε βέβαια να εκδοθεί παρά μόνο ίσως «μετά από εκατό χρόνια», καθώς ήταν ιδιαιτέρως προσωπική. Για χρόνια μετά όμως ο Χέμινγουεϊ θα αποκαλούσε στα γράμματά του την Αντριάνα «Μαύρο [του] άλογο», πράγμα που από τους μελλοντικούς του μελετητές θεωρήθηκε φαιδρό.
Στο Παρίσι ο Έρνεστ ξανασυναντά όμως την αγαπημένη του και την αιφνιδιάζει με την πρότασή του… να τον παντρευτεί. Ο Έρνεστ μιλάει απολύτως σοβαρά κι αυτό τρομοκρατεί την Αντριάνα που αρνείται να σκεφτεί περαιτέρω την επιπόλαιη αυτή πρόταση. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει, χωρίς καμία σύνεση, να συνεχίσει να τροφοδοτεί και να ενθαρρύνει τα συναισθήματά του με γράμματά που περιγράφουν την αφόρητη έλλειψη που νιώθει εξαιτίας της απουσίας του, όταν εκείνος έχει φύγει πια για την Κούβα.
Στην Κούβα ο Χέμινγουεϊ, ανασφαλής, προσπαθεί πια να κρατήσει κοντά του τη γυναίκα του που νιώθει προδομένη. Όμως ο έρωτάς του για την Αντριάνα τον στοιχειώνει. Συνεχίζει να της γράφει και να της εκφράζει με εφηβική υπερβολή την αγάπη του. Άλλες φορές επιδεικνύοντας ωριμότητα και επιθυμώντας με πατερναλιστικό τρόπο την ευτυχία της και άλλες πάλι μην μπορώντας να κρύψει τον αυτοοικτιρμό του για την απόλυτη αδυναμία του να αντέξει την απουσία της. «I love Adriana to die of it» γράφει ακόμα και στον εκδότη του, Σκρίμπνερ.
Σεπτέμβριος του 1950. Το μυθιστόρημα εκδίδεται και ο Χέμινγουεϊ αγωνιά. Οι κριτικές τελικά δεν είναι καλές. Τα σχόλια είναι δηκτικά. Το βιβλίο χαρακτηρίζεται φλύαρο, επιδεικτικό, ασήμαντο, απογοητευτικό. Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ ωστόσο, σε μια ρεαλιστική μα όχι αρνητική κριτική, θεωρεί ότι το έργο, αν και οπωσδήποτε δεν είναι ένα αριστούργημα, δεν είναι και τόσο κακό όσο το παρουσιάζουν οι δυσφημιστές του. Μα και άλλοι, αργότερα, αναγνωρίζουν τελικά στο έργο ορισμένες καλές στιγμές, όπως τις σκηνές του κυνηγιού στο Βένετο και το θάνατο του συνταγματάρχη Κάντγουελ. Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις όμως το μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ πάει καλά σε πωλήσεις και γίνεται μπεστ σέλερ. Με εντολή του ίδιου του συγγραφέα το βιβλίο δεν κυκλοφορεί στην Ιταλία με σκοπό να μην πληγεί η υπόληψη της αγαπημένης του Αντριάνας. Αν και οι φήμες διαδίδονται πολύ σύντομα στην πόλη της Βενετίας.
Στο μυθιστόρημα τα alter ego της Αντριάνας και του Χέμινγουεϊ ζουν έναν ολοκληρωμένο έρωτα. Στην πραγματική ζωή όμως, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η σχέση των δυο τους ήταν μόνο πλατωνική, αν μη τι άλλο εξαιτίας των κοινωνικών περιορισμών: η ηλικιακή τους διαφορά, ο έγγαμος βίος του Χέμινγουεϊ, οι προκαταλήψεις που αφορούσαν την αριστοκρατική καταγωγή της Αντριάνας. Θεωρούν λοιπόν πως, θολωμένος από μια κρίση της μέσης ηλικίας που συνοδευόταν από προβλήματα στην καριέρα αλλά και την υγεία του, ο Χέμινγουεϊ δεν αντιλαμβανόταν το μέγεθος της γελοιοποίησής του υποκύπτοντας σε ένα πάθος για μια γυναίκα που, αν και τον νοιαζόταν, δεν ήταν ποτέ πραγματικά ερωτευμένη μαζί του. Όμως η Αντριάνα στο βιβλίο της εξομολογείται πως δεν έβλεπε το Χέμινγουεϊ ως «πατέρα», όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί, καθόσον εκείνος την αποκαλούσε χαϊδευτικά «κόρη». Αν και παραμένει ασαφής τελικά όσον αφορά το χαρακτήρα της σχέσης τους. Ορισμένοι κατηγορούν την Αντριάνα ακόμα και για τυχοδιωκτισμό. Και πολύ περισσότερο τη μητέρα της, η οποία, όπως ισχυρίζονται, αδιαφορώντας για τη συναισθηματική κατάσταση του συγγραφέα ή για την αξιοπρέπεια της κόρης της, παρότρυνε την Αντριάνα σ’ αυτήν την περιπέτεια.
Το διάστημα της παραμονής των δύο κυριών στη «Finca Vigia» o Έρνεστ έγραφε νωρίς το πρωί, πριν ξυπνήσουν οι καλεσμένες του, ώστε το υπόλοιπο της μέρας να φροντίζει για την ευχάριστη διαμονή τους. Οργάνωνε πάρτι, εξόδους και εξορμήσεις επιδεικνύοντας την Αντριάνα σαν κυνηγετικό τρόπαιο, ικανοποιώντας τη φιλαρέσκειά του. Οι δυο τους περνούσαν πολλές ώρες στο «λευκό πύργο» όπου και συν-εργάζονταν. Η Αντριάνα αρεσκόταν κυρίως στο να ζωγραφίζει εικόνες του τοπικού σκηνικού. Εκείνος έγραφε. Και συνήθιζε να επαινεί, περισσότερο ίσως απ’ όσο άξιζε, το ταλέντο της τόσο στη ζωγραφική όσο και στην ποίηση.
Εκεί έδωσε κιόλας ο Έρνεστ στην Αντριάνα το δικό της βιβλίο. Σε αντίθεση με την επίσημη έκδοση, που ήταν αφιερωμένη στη Μέρι(!), αυτό είχε αφιερωθεί σ’ εκείνη, σ’ εκείνη που «ενέπνευσε ό,τι θετικό υπήρχε στο βιβλίο του και τίποτα που δεν ήταν». Τότε μόνο η Αντριάνα διάβασε ολόκληρη την ιστορία. Και υπήρξε ειλικρινής απέναντί του. Του ομολόγησε πως βρήκε το κείμενο βαρετό και πως δεν αναγνώριζε τον εαυτό της στην ηρωίδα. Παρόλη την απογοήτευσή του, ο Χέμινγουεϊ της υποσχέθηκε πως θα γράψει για χάρη και εξαιτίας της ένα πολύ καλύτερο βιβλίο, υπονοώντας μάλλον το «The Old Man and the Sea» (Ο γέρος και η θάλασσα), μια ιστορία που άρχισε να γράφει όσο η Αντριάνα ήταν ακόμη εκεί και που χάρη σ’ αυτή βραβεύθηκε τελικά αργότερα με τα βραβεία Πούλιτζερ και Νομπέλ.
Το 1952 εκδίδεται «Ο γέρος και η θάλασσα». Τα σχέδια του βιβλίου είναι και πάλι της Αντριάνας, προς δυσαρέσκεια της μητέρας της που φοβάται την αναζωπύρωση του λίγο ως πολύ ξεχασμένου πια σκανδάλου. Η νουβέλα του Χέμινγουεϊ γνωρίζει πολύ θερμή υποδοχή. Ορισμένοι θεωρούν βέβαια ότι όλος αυτός ο ενθουσιασμός ίσως ήταν αποτέλεσμα ανακούφισης σε σχέση με το προηγούμενο, αποτυχημένο μυθιστόρημα του συγγραφέα.
Τον επόμενο χρόνο ο Χέμινγουεϊ ταξιδεύει στην Αφρική και περνά εκεί αρκετούς μήνες. Ένα τρομερό αεροπορικό ατύχημα όμως του προκαλεί σοβαρές σωματικές βλάβες. «Ποτέ δε σε αγάπησα περισσότερο απ’ όσο την ώρα του θανάτου μου»,γράφει στην Αντριάνα, την οποία συναντά για τρίτη και τελευταία φορά στη Βενετία, λίγους μήνες μετά, το Μάρτιο του 1954. Η 24χρονη πια Αντριάνα μένει σοκαρισμένη από την όψη του καταβεβλημένου Έρνεστ, ο οποίος ξεσπώντας σε κλάματα της εξομολογείται ότι πάλεψε πολύ ώστε να τα καταφέρει να μείνει ζωντανός και να την ξανασυναντήσει. «Δες με, τώρα μπορείς να λες ότι είδες το Χέμινγουεϊ να κλαίει»της λέει με αυτολύπηση μέσα σε ένα συναισθηματικά έντονα φορτισμένο κλίμα. Ήταν η τελευταία τους συνάντηση.
Η αλληλογραφία μεταξύ των δυο τους, όση έχει διασωθεί τουλάχιστον, περιλαμβάνει 69 γράμματα του Χέμινγουεϊ και 39 της Αντριάνας, 128 σελίδες συνολικά, που ξεκινούν από τον Απρίλιο του 1950 και τελειώνουν το Σεπτέμβριο του 1955. Η αλληλογραφία αυτή φυλάσσεται μοιρασμένη σε διάφορα ιδρύματα και με βάση τη ρητή εντολή του Χέμινγουεϊ στη διαθήκη του απαγορεύεται ακόμα και σήμερα από το ομώνυμο ίδρυμα η ολική ή μερική δημοσίευσή της.
Το 1958, τρία χρόνια πριν το θάνατό του, ο Χέμινγουεϊ, επιδιώκοντας την προστασία της Αντριάνας, απαγόρευσε τη μεταφορά του «Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δέντρα» στην οθόνη. Ενώ το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ιταλία μόλις το 1965 δημιουργώντας τραγελαφικά επεισόδια, καθώς η μυθομανής Αφντέρα Φρανκέτι, μια επίσης αριστοκράτισσα, συνομήλικη περίπου της Αντριάνας που βρέθηκε κι αυτή στον κύκλο του συγγραφέα στη Βενετία, διεκδίκησε κι αυτή τη θέση της Ρενάτας του μυθιστορήματος του Χέμινγουεϊ.
Ο Χέμινγουεϊ δεν έπαψε ποτέ -μέχρι που ο ίδιος έδωσε τέλος στη ζωή του, το 1961- να αγαπά την Αντριάνα. Μα και η Αντριάνα φαίνεται να στιγματίστηκε από τη σχέση της με το Χέμινγουεϊ. Παρότι έκανε δύο γάμους και απέκτησε δύο γιους, η ανάμνηση του συγγραφέα πρέπει πάντα να την κρατούσε δέσμιά της. Το 1983, μετά από μια μεγάλη περίοδο κατάθλιψης, η Αντριάνα έβαλε τέλος και αυτή στη ζωή της. Ο σύζυγός της τη βρήκε κρεμασμένη σε ένα δέντρο στον κήπο του σπιτιού τους.
Η Αντριάνα ξεκίνησε να γράφει ποιήματα στα 14 της χρόνια, αργότερα ιστορίες και ένα μυθιστόρημα που με βάση τα λεγόμενά της χάθηκε στον Πόλεμο. Το 1953 εξέδωσε στον εκδοτικό οίκο Mondadori, στο Μιλάνο, μια συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο «Ho guardato il cielo e la terra» (Κοίταξα τον ουρανό και τη γη). Η πρόταση του Χέμινγουεϊ για τον τίτλο της συλλογής της ήταν «Il Fiume, La Laguna, L’ Isola Lontana» (Το ποτάμι, η λίμνη, το μακρινό νησί) και ήταν εμπνευσμένος από τα μέρη που όριζαν χωρικά τη σχέση τους.
Η Αντριάνα παραμένει μια αμφιλεγόμενη παρουσία στη ζωή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και πολλά είναι τα ερωτηματικά γύρω από το χαρακτήρα και τη σημασία της σχέσης τους. Τόσο τα ποιήματά της, που αφορούν τη ζωή της κοντά του, όσο και το βιβλίο που έγραψε για τη σχέση τους είναι πλέον δυσεύρετα, καθώς δεν επανεκδόθηκαν ποτέ έκτοτε.
Θάνατος στον Πιάβε (Έρνεστ Χέμινγουεϊ)
Ο πόθος και
όλοι οι πόνοι που πάλλονταν γλυκείς
κι ευγενικά πληγώναν.
Αυτά που ήσουν
χάθηκαν μες στο βαθύ σκοτάδι.
Τώρα έρχεσαι πια τη νύχτα βλοσυρή
στο πλάι μου
μια ανιαρή, ψυχρή και άκαμπτη ξιφολόγχη
καρφωμένη στο ζεστό οίδημα της ψυχής μου, που πάλλεται.
Ο Γλάρος (Αντριάνα Ιβάντσιτς)
Σ’ αυτούς τους δρόμους και τις γέφυρες
περπατήσαμε μαζί,
κοιτάξαμε τη λίμνη
και τις μαύρες γόνδολες.
Και τώρα είναι αδύνατο για ‘σένα να επιστρέψεις
στο μέρος που τόσο αγάπησες.
Ακόμη κι αν κρυφό μου το κρατούσες,
γνωρίζω καλά τη θλίψη σου.
Όπως ο ήλιος με χαϊδεύει,
ένας γλάρος περνά
και του φωνάζω: «Πέτα!
Πέτα στο μακρινό νησί και μίλα του για ‘μένα.»
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από το BOOKSTAND, ένα e-περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]