Ένιωθα σαν Ινδιάνος μέσα στη ζούγκλα. Παράταιρος και συνάμα στο φυσικό μου περιβάλλον. Έτοιμος να επιτεθώ στον Μπλεκ και να σκοτώσω ορδές χλωμών προσώπων μέχρι να κερδίσω την ωραία ιθαγενή… Για μια στιγμή σκέφτηκα πως χορεύαμε ολόγυμνοι μέσα σε ένα χωράφι γεμάτο καπνά μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη, ενώ πάνω από τα κεφάλια μας πετούσαν σαρκοβόρα πουλιά και λιμπελούλες. Στη χάρτινη καρδιά μου ένιωθα να ανοίγουν δύο τρύπες. Συνεχίσαμε να στροβιλιζόμαστε αμίλητοι ως τα χαράματα, μιμούμενοι κάποιες χορευτικές φιγούρες [Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο:Thethreewisehs’s Weblog 3 Ευχές και Καταϊδρωμένες με ΚΛΙΚ εδώ]
Η κοπέλα φρόντιζε πολύ το δέρμα της. Φαινόταν. Με ενυδατικές, κρέμες ημέρας, νυκτός, απολέπισης, αντιγηραντικές. Υποψιαζόμουν πως η προσήλωσή της στην επιδερμίδα της ήταν δογματική.«Μερικές φορές αυτό ανησυχεί κάπως τους γύρω μου, που στα χρόνια με κάνουν τουλάχιστον μείον πενήντα τοις εκατό απ’ όσο είμαι», ήταν μια από τις πρώτες κουβέντες που μου είπε.
Εκείνο το βράδυ είχα εντυπωσιαστεί από τη λάμψη του δέρματός της που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε άλλο είδος πέραν του ανθρώπινου. Παρατήρησα βέβαια πως τα μάτια της ήταν κάπως θαμπά. Σαν να τα είχε σκεπάσει εσωτερικά με πλαστικές μεμβράνες που κάλυπταν εντελώς τους βολβούς τους. Αναρωτήθηκα αν ήταν όντως γήινη, αλλά δεν το συνέχισα μιας και κάτι τέτοια ερωτήματα με απασχολούν για όλους τους ανθρώπους που βλέπω γύρω μου. «Έτσι αυτοπροστατεύομαι», μου εξήγησε χωρίς να την ρωτήσω. «Το δέρμα μου μπορώ να το καλύψω με αντηλιακό, τα μάτια όμως παραμένουν εκτεθειμένα. Το πρωί κυκλοφορώ πάντα με γυαλιά ηλίου για να μην περάσει κάτι προς τα μέσα».Δεν σχολίασα. Μου άρεσε υπερβολικά πολύ για να αρχίσω κιόλας να την κρίνω. Αναρωτήθηκα μόνο πώς στο καλό κατάφερνε να βλέπει καθαρά, και αν όντως κατάφερνε κάτι τέτοιο, ήξερα όμως πως η περιέργεια σκότωσε τη γάτα κι έτσι σιώπησα.
Ήπιαμε μερικά καθαρά ποτά – «σιχαίνομαι τα ημίμετρα και κάθε διαλυτικό στοιχείο»,δήλωσε όταν την ρώτησα αν ήθελε πάγο στο ουίσκι της – συζητήσαμε λίγο για τους χίπστερ, την πολιτική κατάσταση και τα όνειρα που βλέπαμε τη νύχτα και μετά αποφασίσαμε πως η σχέση μας ήταν αρκετά ώριμη ώστε να καταλήξουμε στο σπίτι της.
Ζούσε σε ένα διαμέρισμα που έμοιαζε με μουσείο και βρώμαγε κλεισούρα. Στους τοίχους είχε αφίσες του Μπιλάλ. Στα παράθυρα κρέμονταν μπλε κουρτίνες και μεξικάνικες ονειροπαγίδες. «Είναι για φυλακίζεται το φως και τα κακά όνειρα»,μου εξήγησε όταν είδε το απορημένο βλέμμα μου. Την ίδια στιγμή, δίπλα στο κρεβάτι της διέκρινα την ουρά μιας κατακόκκινης σαύρας. «Το λέει η καρδούλα της», σκέφτηκα, καθώς το γλιδερό ερπετό χωνόταν ράθυμα κάτω από το κρεβάτι. Ένιωθα σαν Ινδιάνος μέσα στη ζούγκλα. Παράταιρος και συνάμα στο φυσικό μου περιβάλλον. Έτοιμος να επιτεθώ στον Μπλεκ και να σκοτώσω ορδές χλωμών προσώπων μέχρι να κερδίσω την ωραία ιθαγενή.
Με πλησίασε και χάιδεψε τον καβάλο μου πάνω από το παντελόνι. Το χέρι της μου θύμισε χταπόδι. Αν ήμουν αρκετά τολμηρός θα είχα σκύψει να δω μήπως είχε οκτώ δάχτυλα. «Μηδενικός εξοπλισμός»,έφτυσε στο αυτί μου και χύθηκε στον καναπέ. Ένα σύννεφο σκόνης την τύλιξε σαν διαστημική μπέρτα. Ένιωσα προσβεβλημένος και αμήχανος. Ήταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα μου έλεγε πως ο «εξοπλισμός» μου δεν επαρκούσε. Πλησίασα και γονάτισα μπροστά της. Με κοίταξε με ένα στεγνό χαμόγελο και μου άγγιξε τα μαλλιά σα να χάιδευε σκυλάκι. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Το ύφος της, εκτός από προσβλητικό, μου δημιουργούσε μια απρόσμενη έξαψη.
«Είσαι ψυχρή και βρωμάς ουίσκι», σφύριξα στο αυτί της λίγο πριν χώσω μέσα τη γλώσσα μου. Το χέρι μου κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνη παρέμενε αμέτοχη. Της άνοιξα το φερμουάρ και της κατέβασα με χίλια ζόρια το τζιν ως τους αστραγάλους. Όλη αυτή την ώρα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να με διευκολύνει. Έσκυψα και άρχισα να την εξερευνώ. «Τώρα θα πεταχτεί κάνα ιγκουάνα από δω μέσα και θα με στείλει εντελώς»,σκεφτόμουν καθώς ίδρωνα ανάμεσα στα αφιλόξενα μπούτια της που μύριζαν απόσταγμα φυκιών και αλόης.
«Απόψε η νύχτα έχει κάτι κινηματογραφικό, δε βρίσκεις;»,με ρώτησε ενώ πάλευα να βρω μιαν άκρη. Την άκουσα να ανάβει τσιγάρο και μύρισα τον καπνό. Σκέφτηκα πως αν είχα πάνω μου ένα σουγιά ευχαρίστως θα της τον έχωνα εκεί που ξέρει, δυστυχώς όμως εδώ και κάμποσο καιρό έχω αποφασίσει να κυκλοφορώ άοπλος στους δρόμους. Και συνέχισε: «Σαν να επίκειται μια μεγάλη καταστροφή. Πριν ανατιναχτεί ο πλανήτης θα μπορούσαμε να αυτομολήσουμε στη Βαρκελώνη, ή σε κάποια ακτή της Σουμάτρα. Προτού αλλάξει ο Χρόνος θα μπορούσαμε να προλάβουμε να αλλάξουμε εμείς. Και το πρωί να μας βρει μέσα σε μια καρτ ποστάλ από το Φας, αραγμένους σε κάποιο παρακμιακό καφενείο, να συζητάμε με ντόπιους οπιομανείς ακούγοντας αμανέδες. Εκεί οι άνθρωποι δεν έχουν φράγκα, έχουν όμως ψυχή. Άμα καταστραφεί ο κόσμος η ψυχή της καρτ ποστάλ θα είναι η μοναδική μας ψυχή, το ξέρεις;».
Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Διέκοψε το παραλήρημά της και καταδέχτηκε να μου ρίξει μια ματιά.Κατάλαβε το ειρωνικό μου βλέμμα και έκανε μια γκριμάτσα που έμοιαζε με προσεκτικό χαμόγελο. Μετά ανασηκώθηκε, πέταξε δίπλα το τζιν της και μου άπλωσε το χέρι. Τα μάτια της έμοιαζαν με βουρκωμένες λίμνες. Την ακολούθησα στο κέντρο του δωματίου κλωτσώντας συσκευασίες ντελίβερι, εφημερίδες και παλιά περιοδικά που δεν μιλούσαν για την τελευταία μέρα του κόσμου. Άρχισε να μουρμουρίζει το σάουντρακ της Καζαμπλάνκα με τα δάχτυλά της μπλεγμένα πίσω από το λαιμό μου. Τύλιξα τα χέρια γύρω από τη μέση της και ακολούθησα τα βήματά της. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως χορεύαμε ολόγυμνοι μέσα σε ένα χωράφι γεμάτο καπνά μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη, ενώ πάνω από τα κεφάλια μας πετούσαν σαρκοβόρα πουλιά και λιμπελούλες. Στη χάρτινη καρδιά μου ένιωθα να ανοίγουν δύο τρύπες. Συνεχίσαμε να στροβιλιζόμαστε αμίλητοι ως τα χαράματα, μιμούμενοι κάποιες χορευτικές φιγούρες που στοιχηματίζω ότι πάνω σε δύο άλλους θα έδειχναν σαφώς καλύτερες και πολύ πιο αρμονικές.
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από το ιστολόγιο THETHREEWISESHS’SWEBLOGΤρεις Ευχές και Καταϊδρωμένες – με ΚΛΙΚ εδώ!]