Ένα βιβλίο καλοδουλεμένο με σάλιο, χώμα, σιωπές, ριπές ανέμων, μυρίζει θάλασσα, θάνατο και μοναξιά. Η κάθε λέξη του κυοφορήθηκε στο στόμα του συγγραφέα μέχρι που αφράτεψε, ζωήρεψε, πήρε πνοή κι έγινε έτοιμη και άξια για να γεννηθεί (με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην ΠΗΓΗ της ανάρτησης)
Τον Βασίλη Ζηλάκο τον γνώρισα πριν λίγα χρόνια τότε που ήρθε να μου ζητήσει αδημοσίευτα ποιήματά μου για ένα υπό έκδοση περιοδικό με τίτλο «Κουκούτσι». Βρεθήκαμε σ’ ένα καφέ κάπου στο Ψυχικό και μου άρεσαν δυο πράγματα επάνω του. Το ήσυχο βλέμμα του που δεν είχε τίποτα το αρπακτικό και η ικανότητά του να κοκκινίζει με γνήσια συστολή. Κι έτσι του εμπιστεύθηκα τα ποιήματά μου χωρίς να τον γνωρίζω. Και με τον καιρό γίναμε φίλοι, από ένστικτο και αλληλοεκτίμηση. Που σημαίνει πως βλεπόμαστε σπανίως αλλά πάντα με την ίδια χαρά και είναι σαν να χωρίσαμε μόλις την προηγουμένη.
Το πρώτο του βιβλίο, «Η κούπα του τσαγιού»(αποσπάσματα από τα τετράδια ενός τραυλού ερημίτη), δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα είχα διαβάσει μέχρι τότε. Τουλάχιστον με τίποτα ελληνικό. Μύριζε όμως κάτι από γιόγκι και Σούφι και ανατολικές φιλοσοφίες, και διδασκαλία Χριστού, όλα πλεγμένα και καλά χωνεμένα. Περίμενα με περιέργεια το δεύτερο βιβλίο του.
Το «Ξύλο ξανθό π’ αφράτεψε στο στόμα»(αποσπάσματα από τις γραφές ενός Εξόριστου), εκδόσεις Οδός Πανός, είναι αυτό που λέει ο τίτλος του. Ένα βιβλίο καλοδουλεμένο με σάλιο, χώμα, σιωπές, ριπές ανέμων, μυρίζει θάλασσα, θάνατο και μοναξιά. Η κάθε λέξη του κυοφορήθηκε στο στόμα του συγγραφέα μέχρι που αφράτεψε, ζωήρεψε, πήρε πνοή κι έγινε έτοιμη και άξια για να γεννηθεί.
Στο δεύτερο βιβλίο του Βασίλη Ζηλάκου βρίσκουμε όλα αυτά που τον απασχολούν και στο πρώτο. Την ατέρμονη κυκλική πορεία της ζωής και του θανάτου. Όμως είναι τούτο το δεύτερο βιβλίο ακόμα πιο μεστό από το πρώτο. Καλύτερα δουλεμένο. Πυκνότερο στην ύφανση των νοημάτων του.
Ο Ζηλάκος μοιάζει να έχει δοκιμάσει με τη γλώσσα του την υφή της κάθε λέξης πριν την ακουμπήσει στη σελίδα του. Κάθε ποίημα μοιάζει να έχει πίσω του αιώνες περισυλλογής, αφού κουβαλά φιλοσοφικά νοήματα που θυμίζουν από τον Ινδό Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (χωρίς το λίγωμα του), μέχρι την Αυτοβιογραφία ενός γιόγκι του Yogananda Paramahansa. Σπαράγματα από Κρισναμούρτι μέχρι Ηράκλειτο, από Χριστό και Βούδα μέχρι Άγιο Νίτσε και Ζαρατούστρα.
Ἂν ὁ χρόνος ἐκπορθεῖτο,
στὴ θάλασσα θὰ ἐπιστρέφαµε
Ἐκεῖ, ἐκεῖ θὰ ἔλειωνε ἡ σάρκα µας ἀβοήθητη
Ἐκεῖ θὰ µέναµε γυµνοὶ καὶ µόνοι.
Σαν ποτάμι ρέουν οι στίχοι του Ζηλάκου και παρασύρουν τον αναγνώστη. Κι αν ο αναγνώστης δεν κατανοεί πάντα το νόημα εκεί όπου το ποτάμι γίνεται ορμητικό και ο βυθός χάνεται από το βλέμμα, κρυμμένος μέσα στα σκοτεινά νερά των λέξεων, ανταμείβεται ωστόσο. Σαν κλείνει το βιβλίο κάτι από την γαλήνη του ποιητή έχει μεταφερθεί εντός του. Γαλήνη και ισορροπία. Πόσες από τις σύγχρονες ποιητικές συλλογές μπορούν να καυχηθούν πως το πέτυχαν αυτό;
Ποτὲ τὸν δρόµο δὲν δείχνουν οἱ νεκροὶ
οἱ νεκροὶ δὲν ξέρουν:
τὸ σκοτάδι µπροστά µας σκάβουν
ἄλλοτε γιὰ θάνατο κι ἄλλοτε γιὰ γέννα
Χαµήλωσε, λοιπόν, τοὺς ὤµους κι ἄκουγε
τὸν ἦχο τους ψηλὰ στὸν ἀέρα
Θὰ µάθεις ὅλη τὴν ἀλήθεια
σὰν τὸ ψάρι ποὺ πιάνεται στ’ ἀγκίστρι.
(Τα δυο αποσπάσματα είναι από την ενότητα με τίτλο: ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.)
Λίνα Στεφάνου
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Με ΚΛΙΚ στην εικόνα μετάβαση στην ΠΗΓΗ αυτής της ανάρτησης: BOOKSTAND]