Από την πρώτη στιγμή που επανήλθε στα πολιτικά πράγματα ο νυν πρωθυπουργός, με την ανάληψη του υπουργείου Πολιτισμού, φήμες κυκλοφορούσαν συνέχεια ότι το να είσαι Μεσσήνιος είναι μέγιστη τύχη. Οι διορισμοί γίνονταν όλως τυχαίως με κριτήριο την εντοπιότητα, κάτι που έκανε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης να μοιάζει με μεσσηνιακό τραπέζι, στο οποίοι οι ομοτράπεζοι γεύονταν λαλάγκια, γουρουνοπούλα και ελιές, κάτω από τη μύτη των αγέρωχων νηστικών Καρυατίδων…
Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας, αυτό πρέπει να επεκτάθηκε και σε θέσεις της κεντρικής διοίκησης, σε θέσεις γενικών γραμματέων, επικεφαλής σε σημαντικούς φορείς,ενώ σε καιρούς κρίσης, με την ανεργία να μαστίζει τους Έλληνες, κάποιοι έκρυβαν ακόμα και από τον ίδιο τον εαυτό τους ότι ο μεσσηνιακός «θεός» τούς είχε προικίσει με αργομισθίες, όντες διπλοθεσίτες με παχυλούς μισθούς. Ακούγοντας όλα αυτά θεώρησα άδικο να έχεις κληρονομήσει ένα καθ’ όλα συνηθισμένο επίθετο, χωρίς αντίστοιχα προνόμια, σε τέτοιο βαθμό που πίεζα τον πατέρα μου να μου ομολογήσει ότι η κατάληξη του επωνύμου μας κάποια σχέση πρέπει να είχε με τη μεσσηνιακή γη… Εις μάτην όμως.
Τελευταία είδηση που ήρθε στην επικαιρότητα για να επισφραγίσει φήμες και βεβαιότητες ήταν ο διορισμός στη θέση του επικεφαλής της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας ενός Μεσσήνιου, που δεν κρατούσε μόνο στενές σχέσεις με τον πρωθυπουργό, αλλά μάλλον και με τη διαφθορά, όπως δείχνει η καταδικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου. Παρά την αγωνιώδη προσπάθειά του να επιδείξει όλα τα τυπικά προσόντα του, πτυχία και μεταπτυχιακά, προκειμένου να αποκατασταθεί ως προς το ότι άξιζε να αναλάβει τη θέση, τελικά ο ίδιος αλλά και ο σημαντικός φίλος και πολιτικός προϊστάμενός του τοποθετούνται σε θέση κατηγορουμένων, σε ηθικό επίπεδο στη συνείδηση του κόσμου. Διότι ασυνείδητα, το μένος δεν στρέφεται πια μόνο στις επιλογές ενός ανθρώπου που δεν έχει βγάλει το χωριό από μέσα του, παρόλο που υπερασπίζεται το εθνικό συμφέρον, αλλά και στο ίδιο το χωριό που καλλιεργεί με επιμονή και γλείψιμο ό,τι μας έφτασε ως χώρα σε αυτή την κρίση: το βόλεμα, τη μετριότητα, τις αδιαφανείς σχέσεις και το ρουσφέτι.
Και ξαφνικά, μέσα στην πύρινη ατμόσφαιρα του Μαΐου, βγαίνει το τρέιλερ του τρίτου μέρους μιας κινηματογραφικής ταινίας με τον τίτλο «Before Midnight»,την οποία είχα αγαπήσει ως έφηβη και έπειτα ως νέα. Ο Ιθαν Χοκ ερωτεύεται τη Ζιλί Ντελπί για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1995, ξανασυναντιούνται μετά από δέκα χρόνια στο Παρίσι και τελικά βρίσκονται σήμερα για να ζήσουν την ωρίμανση του έρωτά τους, μετά από άλλα δέκα χρόνια, στη… Μεσσηνία.
Το τοπίο της ελληνικής γης επηρεασμένο από την αισθητική και το ανεπηρέαστο βλέμμα του Αμερικανού σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λικλέιτερ ξαναγεννιέται. Με τις μυρωδιές της φύσης, τα χρυσά χρώματα της δύσης και το γαλάζιο ενός καθαρτήριου ουρανού και μιας θάλασσας που θα έπρεπε να λειτουργεί για τα ανομήματά μας ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, η Μεσσηνία ξαναγίνεται η πολύφερνος και παρθένος νύφη. Μια νύφη που δεν χρειάζεται μνηστήρες να τρώνε και να πίνουν εις βάρος της. Δεν χρειάζεται προστάτες, μεσάζοντες και δολιοφθορείς. Ο τόπος εξιλεώνεται από την ανηθικότητα, τις διαστρεβλωμένες πρακτικές και την έλλειψη αισθητικής των αρχόντων, αλλά και μερικών κατοίκων της, και ξαναπροβάλλει αναγεννησιακός και ξαναβαπτισμένος. Βλέποντας τις σκηνές αυτής της ταινίας, που θα προβληθεί και στην Ελλάδα το καλοκαίρι, αναρωτιέμαι σχεδόν με δάκρυα στα μάτια: «Πώς είναι δυνατόν οι γιοι και οι κόρες αυτής της μαγικής φύσης να παράγουν μέσα τους και έξω τόση ασχήμια;». «Πώς είναι δυνατόν να μην μπορούμε να σταθούμε ούτε μια φορά στο ύψος της κατανυκτικής φυσικής ομορφιάς, που τόσο γενναιόδωρα μας χαρίστηκε;» «Γιατί η ηθική μας δεν μπορεί να εμπνευστεί από την αλήθεια της ομορφιάς γύρω μας;».
[ΠΗΓΗ: Μαριαλένα Σπυροπούλου, ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΗ… ΜΕΣΣΗΝΙΑ, Η Εφημερίδα των Συντακτών Πέμπτη 30 Μαϊου 2013]