Στο Μεσαίωνα των αισθησιακών απολαύσεων που ζούμε, συνήθως δοξάζεται αυτό που καυτηριάζει, καταπονεί και ενοχοποιεί το σώμα και τις λειτουργίες του. Ό, τι μας δονεί και κατορθώνει να μας ταράξει χάρη στις αισθήσεις θεωρείται αμαρτωλό. Όλα όσα προκαλούν ψυχικό ηλεκτροσόκ μέσα από τις εκδηλώσεις της σάρκας φέρνουν ντροπή και περιφρόνηση. Κανένας δεν το ομολογεί ανοιχτά, οι περισσότεροι όμως έτσι σκέφτονται. Ένα βλέμμα αρκεί για να το καταλάβεις.
(Με ΚΛΙΚ στην εικόνα της ανάρτησης ΥΠΕΡΣΥΝΔΕΣΗ με την ΠΗΓΗ της)
Χτες άργησα να κοιμηθώ. Η Ουκρανή με τον Αλβανό είχαν όρεξη. Το γλέντησαν μέχρι πρωίας. Στριφογύριζα στο κρεβάτι με τη δισκογραφία των σκύλων να παίζει στο φουλ. Όχι επειδή με ενοχλούσαν οι γείτονες. Από αυτιστική διακριτικότητα, ίσως και λίγη ζήλεια. Απορώ πώς δεν μου έκανε παρατήρηση για το θόρυβο η δεσποινίς Κουλίτσα. Και πώς δεν χτύπησε και σ’ αυτούς, η σεμνότυφη. Μπορεί να μην άντεξε καν τη σκέψη πως θα έπρεπε να τους κοιτάξει στα μάτια. Μου αρέσει που οι γείτονές μου ευχαριστιούνται τον έρωτα. Είναι μια νησίδα φυσιολογικότητας σε μια μικροκοινωνία ανέραστων υποκριτών. Με ενθαρρύνουν.
Κατά την πατροπαράδοτη ελληνική κοινωνία, ένα μεγάλο μέρος της έστω, ακόμα και σήμερα το σεξ θα όφειλε να γίνεται αφού μπει το στεφάνι. Υπάρχουν μέρη που η παρθενιά θεωρείται προαπαιτούμενο για μια καλή παντρειά. Παρόλα αυτά μου αρέσει η ιδέα του γάμου. Σε αφήνει να νιώσεις όση ανασφάλεια θέλεις μέσα σε μια καταπληκτική ψευδαίσθηση ασφάλειας. Όσο για τη σεμνοτυφία, το ψέμα και τη συμβατική ζωή, σχετίζονται τόσο με το γάμο όσο και με το μη γάμο, όπως επίσης και με την καριέρα, την ευτυχία, το φαγητό και γενικά ο, τιδήποτε.
Όπως συγχύζεται η δεσποινίς Κουλίτσα από την παρουσία της Ουκρανής στο περιβάλλον μας, έτσι θα δαιμονιζόταν και με τις ερωτικές φωνές της. Μπορεί και να θύμωνε αν καταλάβαινε τι σήμαιναν οι λέξεις της. Να άφριζε από κακία και φθόνο. Αναρωτιέμαι από πότε έχει να την αγγίξει άνθρωπος. Και αν έχει χαϊδευτεί με κάποιον και να γουστάρει πολύ. Πάω στοίχημα πως, ακόμα και αν της έχει συμβεί, θα εμπόδισε τον εαυτό της να το απολαύσει μέχρι τέλους. Η σωματική ηδονή θα την σκότωνε ηθικά. Θα την γέμιζε τύψεις. Η σπουδαιότητα της αφής, και όλα όσα επιφέρει, είναι εγκληματική στον κόσμο των πολιτικά ορθών δυσκοίλιων του είδους της. Εξάλλου η ερωτική σκέψη και δράση οφείλουν να καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας και απορρήτου. Κάτι τέτοια ακούγονται παρωχημένα και υπερβολικά, παρόλα αυτά ο κόσμος τα πιστεύει. Γι’ αυτό θαυμάζω την Ουκρανή που χαίρεται στο κρεβάτι της και δεν ντρέπεται να το φωνάξει. Και ελπίζω αν κάποτε πηδήξω τη Σοφία Αλευροπούλου να την κάνω να ακουστεί σε ολόκληρη την Αθήνα από καύλα κι ευχαρίστηση.
Παλιά με προβλημάτιζαν αυτές οι σκέψεις. Τώρα κοιτάζω γύρω μου και όλα εξηγούνται. Το σκληροπυρηνικό υπερεγώ που μεθοδικά έχτιζαν οι οικογένειες επί αιώνες αποδίδει καρπούς μέχρι σήμερα παράγοντας υστερικά καταπιεσμένους ανθρώπους οι οποίοι είτε μισούν είτε περιφρονούν το σώμα τους –και κατ’ επέκταση το σώμα των άλλων. Έχω παρατηρήσει πως η θρήσκα του απέναντι τριώροφου κάνει πως δεν βλέπει το ζευγάρι όταν βγαίνει στο δρόμο. Γυρίζει αλλού το κεφάλι. Δεν αντέχει την εικόνα του έρωτα. Και η δεσποινίς Κουλίτσα αποφεύγει να μιλήσει απευθείας στην Ουκρανή. Ό, τι χρειάζεται για την πολυκατοικία το λέει στον Αλβανό, κι αυτό με το ζόρι. Μέσα σε έναν συμβατικό κόσμο, βασισμένο σε απαγορεύεις και ενοχικά συμπλέγματα, καταλήγει να αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να υπάρχει καν το ενδεχόμενο ο παράδεισος να αφορά, έστω και ως ιδέα, τις αισθήσεις και τις εκστάσεις. Και, εκτενέστερα, πώς είναι δυνατόν αυτός ο υποκριτικός κόσμος να είναι έργο Θεού.
Η υπερβολική αμπελοφιλοσοφία όμως – και δη πρωινή – μου ανοίγει την όρεξη. Ονειρεύομαι κρουασάν σοκολάτα, μπουγάτσα με ζάχαρη άχνη και κανέλα, και τσουρέκι πασχαλινό. Το στομάχι μου βρυχάται. Το στόμα μου γεμίζει σάλια. Είμαι ένα λιμασμένο λιοντάρι που χρειάζεται επειγόντως τροφή. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πριν καν πιω καφέ αρχίζω να καθαρίζω φακές και να κόβω κρεμμύδια. Μόλις βάλω να γίνει το φαγητό φτιάχνω έναν τούρκικο, κάθομαι όρθιος στο παράθυρο και ανάβω τσιγάρο.
Αναλογίζομαι τη ζωή μου τον τελευταίο καιρό και διαπιστώνω πως αυτή την κατάσταση τη δημιούργησα εγώ ο ίδιος. Από μόνος μου. Ο ρόλος μου είμαι εγώ. Θα τον παίξω όσο πιο πορνογραφικά γίνεται κατακρημνίζοντας τα πρώην στερεότυπά μου στα τρίσβαθα των αναγκών μου. Τα στερεότυπα είναι παγωμένα και πάσχουν από αμνησία. Οι ανάγκες μου μού καίνε το λαιμό και μου είναι αξέχαστες. Δεν είναι μαρτυρικές, ούτε με γδέρνουν. Είναι ευμετάβλητες και κρύβουν μυστικά. Συγκεντρώνουν πολλούς ανθρώπους μαζί σε έναν. Εγώ είμαι πολλοί. Και ο βαθύτατα μοναχικός ένας.
Με το ένα χέρι πίνω καφέ και με το άλλο καπνίζω. Ακουμπάω στο τζάμι. Είναι δροσερό. Έξω έχει ήλιο. Είμαι μόνο με τις κάλτσες και το σλιπ αλλά δε με νοιάζει μήπως με δούνε. Σήμερα η μπουγάδα της Σοφίας Αλευροπούλου απλώθηκε για μένα. Το σχοινί είναι γεμάτο σουτιέν, βρακάκια και καλσόν. Δεν ήξερα πως τα καλσόν πλένονται στο πλυντήριο, εκτός αν η προκομμένη νοικοκυρά τα έπλυνε στο χέρι. Το μωβ σουτιέν είναι φτιαγμένο από διάφανη δαντέλα. Λίγο πιο κει διακρίνω και το ασορτί κιλοτάκι του, απλωμένο μαζί με τα άλλα. Το μαύρο σουτιέν είναι πιο χοντρό. Από το κόκκινο κρέμονται κάτι κορδελάκια. Ψάχνω να δω πώς είναι το βρακί του σετ, και βλέπω πως πρόκειται για ένα κάπως μεγαλύτερο κορδόνι.
Φαντάζομαι τη Σοφία Αλευροπούλου να τα φοράει όλα αυτά. Είναι πληθωρική, μπορεί και να την κόβουν λίγο στα μπούτια. Ή να της στριμώχνουν τα βυζιά. Αυτό το κομμάτι ύφασμα δεν φτάνει ούτε για να καλύψει τις ρόγες της. Τι βυζί να κρύψει; Την σκέφτομαι να βολεύει τα υπερτροφικά της στήθη στο κόκκινο σουτιέν-κορδελάκι, μετά σκύβει και να φοράει το ασορτί κορδόνι-βρακί και μου σηκώνεται. Κολλάω ολόκληρος στο τζάμι και νιώθω τη δροσιά του. Σκέφτομαι πως η πορνογραφία είναι απαραίτητο στοιχείο σε μια σωστή σεξουαλική αγωγή. Μετά σβήνω το τσιγάρο, παρατάω στο τραπέζι τον καφέ και τρέχω να ανακατέψω τις φακές που έχουν σχεδόν κολλήσει.
Κάθομαι στο τραπέζι και βυθίζω το κουτάλι στο μπολ. Σήμερα έκανα μια παραλλαγή της καθημερινής συνταγής: πρόσθεσα λίγο ξύδι. Ανακατεύω το χυλό και εισπνέω τους ατμούς. Τα μάτια μου δακρύζουν. Το σκόρδο μυρίζει έντονα. Τρώω με βουλιμία χτυπώντας το κουτάλι στα τοιχώματα του πορσελάνινου μπολ. Κάνω όσο περισσότερο θόρυβο γίνεται. Θεωρώ πως ο ήχος του κουταλιού πάνω στο πιάτο είναι από τα πιο ηδονικά πράγματα που υπάρχουν. Είναι νόστιμο και τελειώνει αμέσως.
Μια μύγα με γυροφέρνει. Μπορεί να είναι η ίδια που είχα δει στο σαλόνι εδώ και κάτι μέρες. Μπορεί να μη βγήκε έξω ποτέ. Τη διώχνω και πιάνω το μπολ. Το στραγγίζω στο στόμα μου και μετά σκύβω και γλύφω μια σταγόνα ξύδι που έχει στάξει πάνω στο τραπέζι. Ύστερα το βάζω μαζί με το κουτάλι στο νεροχύτη. Περιμένω μέχρι να γεμίσει με νερό κι έπειτα γεμίζω ένα ποτήρι. Πίνω με θόρυβο, κάθε γουλιά την κατεβάζω επίτηδες με κάμποσο αέρα. Νιώθω πως φούσκωσα απότομα. Η κοιλιά μου μοιάζει με μπαλόνι. Ρεύομαι δυνατά και επιστρέφω στο παράθυρο. Το ρέψιμο είναι μεγάλη καύλα. Η πιο εκτονωτική. Όπως και η Σοφία Αλευροπούλου, που μαζεύει τα ρούχα κι έτσι όπως σκύβει μπορώ να διακρίνω τα βυζιά της που πηγαινοέρχονται. Ολογράφως.
Την κοιτάζω και σκέφτομαι πως θα έκανα το παν για κείνη. Ό, τι χατίρι και να μου ζητούσε αποκλείεται να της το χάλαγα. Θα ήθελα να ήταν μια νυμφομανής πόρνη που να έκανε τα πάντα για τον πελάτη της. Και ο πελάτης της, εγώ δηλαδή, να της χάριζα ό, τι ήθελε για να την ανταμείψω. Λεφτά, ρούχα, σπίτι, αυτοκίνητο, σκύλο, πιστωτική κάρτα. Όλα όσα μπορεί να επιθυμεί μια νυμφομανής πόρνη. Δεν ξέρω τι ακριβώς, δηλαδή, πάντως όχι δεν θα άκουγε από μένα.
Νιώθω σαν λαβωμένο ελάφι που το πέτυχε η Άρτεμις με τα βέλη της. ‘Η σαν το δράκο που τον κάρφωσε ο Άη Γιώργης ο Καβαλάρης με το δόρυ του και δεν πρόλαβε να του πει πόσο τον είχε ερωτευτεί. Θέλω να προσφέρω τα πάντα στη Σοφία Αλευροπούλου μα δεν ξέρω πώς. Δεν έχει εφευρεθεί ακόμα τρόπος για να κάνεις σπονδές στα φάσματα. Δεν αναρωτιέμαι που δεν θέλησα ποτέ να γνωρίσω κανονικά τη γειτόνισσά μου. Είναι απολύτως φυσιολογικό να θέλω να προστατευτώ από την ενδεχόμενη διάψευση που μου επιφυλάσσει η πεζή πραγματικότητα. Δεν θέλω να ρισκάρω. Αν, για παράδειγμα, η Σοφία Αλευροπούλου δεν αγαπάει τα σκυλιά ή αν δεν έμαθε ποτέ της να μαγειρεύει φακές, η συντριβή μου θα ήταν μοιραία. Από απέναντι, όμως, όλα μεταξύ μας πάνε εξαιρετικά καλά. Μπορούμε να αγαπιόμαστε σαν κινηματογραφικοί ήρωες. Ή σαν δυο χρυσόψαρα που, τρία δευτερόλεπτα αφότου συναντηθούν στη γυάλα τους, ξεχνούν το ένα την ύπαρξη του άλλου και η ζωή τους συνεχίζεται αρμονικά χωρίς μετάνοιες και τύψεις. Μέχρι την επόμενη φορά. Και πάλι. Και πάλι. Ξανά. Ατέρμονα
[ΠΗΓΗ: Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις ΣΤΑΧΤΕΣ]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της googleΜε ΚΛΙΚ στην εικόνα της ανάρτησης ΥΠΕΡΣΥΝΔΕΣΗ (link) με την ΠΗΓΗ της: Thethreewisehs’sWeblog3 Ευχές και καταϊδρωμένες