Αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι σαφώς μια τραγωδία, μια τραγωδία με αρχή, χαμένη στο βάθος των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, αλλά χωρίς ακόμα τέλος. Είναι σίγουρα τραγωδία αυτό που ζούμε — και με την αριστοτελική ερμηνεία, αν το σκεφτείς.[Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο: ΕΝΘΕΜΑΤΑ με κλικ εδώ και στην εικόνα παρακάτω]
Έστινοὖν τραγωδία μίμησις πράξεως… Παπαριές, κυρά-Μαρίτσα.Όχι ότι δεν έχω σε υπόληψη τον Αριστοτέλη (κάτι σπουδαίο πρέπει να έγραψε κι αυτός), αλλά, να, φταίει ότι έχω δει τραγωδίες στη ζωή μου. Και η μόνη μίμηση που βρίσκω είναι άλλων τραγωδιών, λες και τις βγάζουν όλες με καρμπόν.
Αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι σαφώς μια τραγωδία, μια τραγωδία με αρχή, χαμένη στο βάθος των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, αλλά χωρίς ακόμα τέλος. Είναι σίγουρα τραγωδία αυτό που ζούμε — και με την αριστοτελική ερμηνεία, αν το σκεφτείς:
Καταρχάς, έχουμε την αναπαράσταση μιας πολύ σημαντικής πράξης, η οποία μάλιστα τείνει να ολοκληρωθεί:την καταστροφή μιας κοινωνίας, τη μεταμόρφωσή της σε κάτι πολύ εφιαλτικό και μέχρι πρότινος κατακριτέο, στην απόλυτη εξαφάνιση ενός κράτους πρόνοιας για τους υπηκόους του, μιας πρόνοιας που εξασφάλιζε τις βάσεις μιας ευτυχισμένης ζωής.
Ο δε λόγος της είναι σαφώς ηδυσμένος, είναι ο γνωστός υπεύθυνος πολιτικός λόγος:«H ανάγκη προόδου και ανάπτυξης μας οδηγεί στην εφαρμογή αυτών των προσωρινών μέτρων που σκοπό έχουν τον απεγκλωβισμό από τα δεινά του παρελθόντος κ.λπ.
Όσο για τη φόρμα, έχουν επιστρατευτεί τα καλύτερα ειδικά εφέ: σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί και τώρα τελευταία ακούμε και για πολεμική εμπλοκή.
Τι έχει μείνει λοιπόν σε αυτό το μικρό δράμα για να το εντάξουμε οριστικά στην κατηγορία της τραγωδίας;Αυτό που θα μας λυτρώσει συναισθηματικά, ήγουν η κάθαρση. Συνήθως είναι και το τελευταίο χρονικά κομμάτι του έργου και δυστυχώς το πιο δύσκολο. Αυτό λοιπόν το τέλος το ψάχνουν ακόμα οι συντελεστές αυτής της τραγωδίας…
Επειδή όμως ερμηνεύει διαφορετικά ο καθένας μας το κάθε έργο, εμείς οι θεατές μπορούμε να έχουμε διαφορετική άποψη τόσο για την πλοκή του όσο και για τα συναισθήματα που θα μας λυτρώσουν. Διότι δεν είναι πρώτη φορά που περνάμε τέτοιες τραγωδίες, ούτε εμείς ούτε οι άλλοι λαοί του κόσμου μας. Δεν είναι πρώτη φορά που ένα κράτος θεωρητικής ισονομίας και ισοπολιτείας μετατρέπεται σε τιμωρό των πολιτών του και ευεργέτη των εχθρών του, που η πλειοψηφική ομάδα κατηγορείται αναίσχυντα από μια κραταιά ολιγαρχία επειδή απαιτεί να έχει στον ήλιο μοίρα, ίσα δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες, δικαίωμα στα βασικά αγαθά που επιτρέπουν στον άνθρωπο να ζήσει και να δημιουργήσει. Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται μια ανήθικη ορολογία, αυτή της τεμπελιάς, της αδιαφορίας, της ανευθυνότητας, για να καλυφθούν τα «μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων». Η Αριστερά και ο εργαζόμενος κόσμος το έχουν ζήσει στο πετσί τους όλο τον προηγούμενο αιώνα.
Θέλετε λοιπόν να μιλήσουμε εξαρχής για τραγωδία; Να μιλήσουμε.
Να μιλήσουμε για το «Νυν και αεί», στο οποίο ο Νίκος Γκάτσος αναφέρεται στα ανοσιουργήματα που διέπραξαν σε άλλες εποχές οι προκάτοχοι των σημερινών κυβερνώντων. Τα ίδια δηλαδή που κάνουν τώρα οι συνεχιστές τους.
«Πρωτομαγιά με το σουγιά
χαράξαν τον φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι».
Δεν διαθέτει ο ποιητής ούτε την πολυτέλεια του χρόνου, ούτε τη διάθεση να μας εισάγει στο θέμα σταδιακά ασχολούμενος για παράδειγμα με το «πολυαγαπημένο κεφαλάκι της αδελφούλας μας Ισμήνης». Ούτε κρύβει τον δράστη· τον αποκαλύπτει αμέσως στη δεύτερη κιόλας στροφή, και συνεχίζει να μας γρονθοκοπεί καταγγέλλοντας τις ανίερες πράξεις του. Για όσους δεν πήραν είδηση από την αρχή τι συμβαίνει, για όσους είπανε «δεν πειράζει μπόρα είναι θα περάσει», γι’ αυτούς που φοβήθηκαν να ομολογήσουν το κακό και να το αντιμετωπίσουν. Μια δεύτερη ευκαιρία για όσους έχασαν ή ξέχασαν την υπόθεση.
Αλλά το ποίημα δεν θα ήταν τραγωδία αν έμενε μόνο στην καταγγελία της ύβρεως. Ο Γκάτσος δεν έφτιαχνε δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από το μέτωπο του κοινωνικού πολέμου. Αναζητούσε και επιζητούσε τη συναισθηματική κάθαρση στο έργο του και αυτή δεν μπορούσε να υπάρχει έξω από την πραγματική κάθαρση:
«Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια, το ληστή και το φονιά
του ’χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά».
Αν λοιπόν θέλουμε να παίξουμε στη σύγχρονη τραγωδία μας ως πρωταγωνιστές, πρέπει να αναζητούμε και να υποσχόμαστε –εκτός από τη δίκαιη λύση– την αμείλικτη τιμωρία αυτών που μας οδήγησαν και μας σέρνουν ακόμα πιο βαθιά στην καταστροφή. Με παντιέρα την εικόνα όλων αυτών που τα όνειρα και η ζωή τους έχουν καταστραφεί και βυθίζονται καθημερινά στην απόγνωση. Με εμβατήριο την κραυγή του Λώρενς της Αραβίας, όταν ο πόνος των συντρόφων του είχε φτάσει στο απροχώρητο. Με όπλα μας το δίκαιο.
Διότι νόμος και δίκαιο σε μια πολιτεία ανθρώπων είναι εκείνο που λυτρώνει τις ψυχές τους και δεν αφήνει τις πληγές τους ανοιχτές να κακοφορμίζουν.
[ΠΗΓΗ: Παν. Παπί. στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ: http://enthemata.wordpress.com ]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα» Σήμερα αντέγραψα από τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ με κλικ εδώ και στην εικόνα της ανάρτησης.]