Και κανείς δε δείχνει Έλεος σε κάποιον που ένιωσε έναν Έρωτα αταίριαστο, όπως της Φαίδρας. Το μόνο που μπορούν να σου επιτρέψουν είναι επιεικώς μια Ψύχωση, για να χαράσσεις τα βράδια τους μηρούς σου και να αφήνεις μαύρο το αίμα να κυλά, διώχνοντας τις ψυχές που μαζεύονται διψασμένες.[Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο: BOOKSTANDe-περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]
«…Ο ήλιος πασχίζει να ξεγελάσει. Τα σύννεφα ψύχραιμα τον διαψεύδουν. Ο ιδρώτας δεν είναι πια τόσο αλμυρός, τα μάτια δεν καίνε. Το φθινόπωρο ύπουλο διαβρώνει τα πάντα. Η μέρα συνεχίζει να ψυχορραγεί.
Ξαναδιαβάζω τα ποιήματά της κι ας μου το έχουν απαγορεύσει. Τα έχω γερά κλειδωμένα στη μνήμη μου. Κλείνω τα μάτια και διαβάζω. Κάθε λέξη γίνεται απτή, ανάγλυφη, εισχωρεί μέσα απ’ τα λεπτά νεύρα του μυαλού και της γλώσσας και εξαπλώνεται. Με πονά το άγριο πάθος, η υποδόρια θλίψη της.
Ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά, φαρδιά πουκάμισα, κατακόκκινα χείλη. Ελαφρά κυρτωμένοι ώμοι, γεροδεμένα πόδια. Κυκλοφορούσε συνεχώς με ποδήλατο.
-Μην τα διαβάζεις δυνατά! Μου έλεγε όταν μου έδινε τα κείμενά της. Της άρεσε να παρακολουθεί τα μάτια μου να κυλούν πάνω στις λέξεις της, με τα χείλη σιωπηλά να ανοιγοκλείνουν ανεπαίσθητα.
Συνήθιζε τα λόγια της να τα βάζει στα στόματα άλλων. Ξαναπλάθοντας κόσμους, όπου άλλοι είχαν τους ρόλους της. Κι εγώ σαγηνευμένη ακολουθούσα. Πάντα ένα βήμα πίσω. Μένοντας συνεχώς στο κατώφλι.
Κάθε φορά που ολοκλήρωνε ένα έργο της ένιωθα να μ’ αγγίζει βαθύτερα, να με δένει μαζί της αναπότρεπτα. Και ταυτόχρονα να ξεμακραίνει μ’ έναν τρόπο παράδοξο. Μετά το πέμπτο της έργο, που «ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων» κι αυτό, δήλωσε πολύ κουρασμένη. Ήθελε να ταξιδέψει. Την τελευταία φορά που την είδα, τα μάτια της κοίταζαν θλιμμένα, μακριά. Δεν είχα την τόλμη να φύγω μαζί της. Μα δεν είναι απλά ότι δεν την ακολούθησα· αλλά το πώς την εγκατέλειψα. Χωρίς δισταγμό. Χωρίς σκέψη…»
Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα που ήταν δίπλα στο κάτασπρο κρεβάτι. Το παράθυρο σχετικά μικρό, αλλά άφηνε σπάταλα το φως να μπαίνει μέσα. Λευκές οι κουρτίνες, το ίδιο κι οι τοίχοι. Λίγα λουλούδια σ’ ένα άθραυστο βάζο. Στα τζάμια κάγκελα. Ήταν όλα απόλυτα ασφαλή και σιωπηλά. Οι διάδρομοι αυτών των νοσοκομείων σα μονωμένο στούντιο τηλεόρασης. Αθέατος στους άλλους ο ανθρώπινος πόνος· βουβός. Βημάτισε για λίγο μες στο μικρό δωμάτιο και κάθισε πάλι μισοζαλισμένη από τα φάρμακα. Άνοιξε το τετράδιο αρχίζοντας ξανά να γράφει.
«…Τώρα, όσο κι αν Λαχταρώ, δεν θα είμαι ποτέ Πια Καθαρή απ’ αυτό που γεννιέται αδιάκοπα μέσα μου. Και κανείς δε δείχνει Έλεος σε κάποιον που ένιωσε έναν Έρωτα αταίριαστο, όπως της Φαίδρας.Το μόνο που μπορούν να σου επιτρέψουν είναι επιεικώς μια Ψύχωση, για να χαράσσεις τα βράδια τους μηρούς σου και να αφήνεις μαύρο το αίμα να κυλά, διώχνοντας τις ψυχές που μαζεύονται διψασμένες.
Μία και μοναδική φορά βρήκα το θάρρος να την αναζητήσω Και τότε οι άλλοι, όλοι αυτοί οι ανυπόφοροι άλλοι, δεν με άφησαν. Είχαν ήδη αποφασίσει αν και πώς θα ζήσω. Γιατί, λένε, δεν έχω δικαίωμα στη μη-ζωή. Να καταβροχθίσω τον Άλλον ναι, αλλά όχι τον εαυτό μου
Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ, με τράβηξαν πίσω με το ζόρι, όπως τραβούν ένα μωρό που ’ρχεται ανάποδα κι έχει σκαλώσει στα σκέλια της μάνας του, πεισματικά αρνούμενο να βγει έξω στο κρύο. Μπάτσισαν το μπλάβο κορμί μου, χώνοντάς του σωλήνες και βελόνες και μόλις άρχισα να πονάω πολύ, ν’ αναπνέω ξανά και να κλαίω, με παράτησαν ήσυχη. Ήμουν ζωντανή. Τι κι αν έκλαιγα μελανιασμένη γοερά; Ανέπνεα και πάλι. Τι κι αν είχα ξεράσει χίλιες φορές τον κόσμο τους; Ήμουν εκεί. Μαζί τους. Άρα μία από αυτούς. Κι αυτό τους αρκούσε.
Τώρα έβαλαν να με φρουρούν δεσμοφύλακες. Κρατώντας μακριά μου κάθε τι που θα μπορούσε να εκπληρώσει την κατάρα που με έδεσε για πάντα μαζί της. Κορδόνια, λεπίδες, δηλητήρια. Μόνο που αγνοούν πως αυτό ακριβώς συνιστά και την εκπλήρωσή της.
Γιατί, έτσι ύπουλοι και φθονεροί που είναι, φόρτωσαν με τόσα φάρμακα το κορμί μου, με τόσα χημικά, ώστε επήλθε ένα είδος μετάλλαξης, κι αντί να τρέφομαι με τις σάρκες των άλλων, τρώω τις δικές μου· δεν παύω ωστόσο να έχω την κατάρα των Undead …»
Έκλεισε το σημειωματάριό της και το άφησε μαζί με το μικρό της μολύβι πάνω στο κρεβάτι. Πήγε κοντά στο παράθυρο και το άνοιξε. Δροσερός ο αέρας της νύχτας που πλησίαζε, την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Η πόλη βαριανάσαινε, άγρυπνη και κουρασμένη. Έπιασε με τα δυο της χέρια τα κάγκελα και έσκυψε το κεφάλι. Ακούμπησε το μέτωπο στο στενό περβάζι. Τα μαλλιά της έπεσαν μπροστά σκεπάζοντάς της το πρόσωπο κι αποκαλύπτοντας χλωμό και αδύνατο τον αυχένα. Έσφιξε τα δάχτυλα γύρω από το κρύο μέταλλο, έκλεισε τα μάτια. Έβγαλε την υγρή της γλώσσα ανάμεσα από δυο στεγνά άχρωμα χείλη. Και την δάγκωσε με όλη της την δύναμη απανωτά, μέχρι που το αίμα τινάχθηκε πίδακας. Βογκώντας ελαφρά πλησίασε στο κρεβάτι και ξάπλωσε.
Είχε την ελπίδα πως αυτή τη φορά το αίμα της θυμωμένο θα την πνίξει. Ή, έστω, κουρασμένο θα έχει τελειώσει ως το πρωί.
______________
[ΠΗΓΗ: Άννα Αφεντουλίδου, BOOKSTAND, Περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από το BOOKSTAND, ένα e-περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση]