Μόνο οι λέξεις με απασχολούν. Γιατί μόνο με εκείνες εκφράζομαι απόλυτα κι ακριβώς. Αυτές οδηγούν κάθε φορά το χέρι μου και η κατάληξη είναι ένα ποίημα ή ένα κείμενο – αποσπάσματα από συνέντευξη της Μαρίας Χρονιάρη[Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο: Από-Πειρατές με κλικ εδώ]:
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα των δυο βιβλίων σας;
Το πρώτο μου βιβλίο, «Εκεί που αλλάζω ζωές», εκδ. Απόπειρα 2010, είναι μία ποιητική συλλογή με πεζολογική φόρμα, γεμάτο από στιγμιότυπα ζωής και λόγο ερωτικά κεκαλυμμένο. Το «Επειδή Μαζί» εκδ. Απόπειρα 2012, αποτελεί έναν κρίκο μιας διακειμενικής αλυσίδας, που ξεκίνησε με το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου«Πιο νύχτα δεν γίνεται», εκδ. Οξύ 2011. Τα κείμενα του «Επειδή Μαζί», συνομιλούν – απαντούν σε εκείνα του «Πιο νύχτα δεν γίνεται», δηλώνοντας πως όσο η ζωή συνεχίζει να περιβάλλεται από θάνατο, τόσο ο θάνατος θα μεταβάλλεται σε αφορμή της.
Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση ή βλέπετε το ένα να υπερτερεί του άλλου;
Από παιδί, όταν έμαθα να γράφω, έπαψα να μιλάω. Η σχέση μου με την γραφή ήταν από πολύ νωρίς ιδιαίτερη. Λόγω του κλειστού μου χαρακτήρα, αν κάποιος ήθελε και θέλει να με μάθει, θα χρειαστεί να με διαβάσει. Οπότε μόνο οι λέξεις με απασχολούν. Γιατί μόνο με εκείνες εκφράζομαι απόλυτα κι ακριβώς. Αυτές οδηγούν κάθε φορά το χέρι μου και η κατάληξη είναι ένα ποίημα ή ένα κείμενο. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν νομίζω πως τίθεται θέμα ισορροπίας. Το κάθε είδος γραφής είναι ξεχωριστό από μόνο του, κι έχοντας γράψει και τα δύο, δεν μπορώ να κάνω διαχωρισμό.
Σκηνοθετήσατε για το θέατρο Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου. Πώς επιλέξατε το βιβλίο, πως χειριστήκατε το σενάριο, πως ήταν η εμπειρία;
Για να είμαι ακριβής, θα έλεγα πως το βιβλίο με επέλεξε. «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου», του Σταύρου Σταυρόπουλου, ήταν κι εξακολουθεί να παραμένει ένα κομβικό σημείο στη ζωή μου, μια πυξίδα για μένα, για πολλούς λόγους. Και γιατί βέβαια επηρέασε κατά πολύ και την γραφή μου.
Η μουσικοχοροθεατρική ομάδα IlluminArti, ενδιαφέρθηκε να το θεατροποιήσει, επιλέξαμε κάποια κομμάτια από όλο το βιβλίο και συγκροτήθηκε ένα σώμα κειμένου πάνω στο οποίο δουλέψαμε πολύ με την ομάδα. Ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, γιατί είχαμε ταυτόχρονα στην σκηνή μουσική, κίνηση, πρόζα. Ήταν μια πολύ πρωτότυπη, στο στήσιμο και στην απόδοσή της, ροκ όπερα. Εξάλλου το βιβλίο ήταν οδηγός μας, το αγαπήσαμε, το σεβαστήκαμε και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Για μένα ήταν εμπειρία ζωής, διότι ήταν η πρώτη φορά που σκηνοθετούσα σε θέατρο και μάλιστα η αρχή έγινε με το ανάγνωσμα που με στιγμάτισε.
Σκέφτεστε λοιπόν και το ενδεχόμενο να ασχοληθείτε με το θέατρο είτε με το σενάριο είτε με τη σκηνοθεσία;
Ναι, θα ασχοληθώ ξανά με το θέατρο και την σκηνοθεσία. Υπάρχει ήδη το υλικό και δουλεύω πάνω σ’ αυτό.
Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
Σπούδασα τηλεόραση, έκανα σεμινάρια σκηνοθεσίας κι εργάζομαι ως οπερατέρ. Δεν θα έλεγα πως οι σπουδές μου έχουν επηρεάσει την θεματολογία μου. Ούτε και τον τρόπο γραφής μου. Μάλλον η γραφή μου με «έσπρωξε» προς το επάγγελμά μου, καθώς συλλαμβάνω αρκετά τη ζωή σε μονοπλάνο.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Οι ήρωες των βιβλίων μου είναι πάντα εγώ. Γράφω κάνοντας αναπαραγωγή του εαυτού μου. Των εκδοχών μου που υπάρχουν κι εκείνων που θα ήθελα να ήμουνα. Οπότε όπως καταλαβαίνετε, διαρκώς τα νέα τους έρχονται κι αλλάζουν και δεδομένα.
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Είναι αρκετοί, Κωνσταντίνος Καβάφης, Φερνάντο Πεσσόα, Φράντς Κάφκα, Γιώργος Χειμωνάς, Σταύρος Σταυρόπουλος. Στον Σταύρο Σταυρόπουλο θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα, γιατί την γραφή αλλά και τον τρόπο σκέψης του, τα μελετάω πάνω από δέκα χρόνια. Η επιρροή του είναι πολύ μεγάλη και εμφανής σε όλα τα μου τα γραπτά. Αγαπά τις λέξεις, κι εκείνες του το ανταποδίδουν. Όλα τα έργα του έχουν μια πολύ προσωπική και ιδιαίτερη ματιά που μου ταιριάζει. Νιώθω πως πάντα μιλάει εκ μέρους μου.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Αγαπημένα αναγνώσματα είναι το «Πιο νύχτα δεν γίνεται» του Σταύρου Σταυρόπουλου,και «Ο εχθρός του ποιητή» του Γιώργου Χειμωνά.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Όπως σας ανέφερα και προηγουμένως, μοιάζει να με ακολουθεί ο τρόπος. Όταν μου έρχεται μια εικόνα για ένα ποίημα ή ένα κείμενο, την αποτυπώνω παντού. Αρκετές φορές στο κινητό μου τηλέφωνο εν είδει μηνύματος, αν δεν έχω άμεσα χαρτί. Έχει συμβεί εν ώρα εργασίας κι ενώ η εκπομπή είναι στον αέρα, με το ένα χέρι να κρατάω την κάμερα και με το άλλο, να γράφω στο περιθώριο μιας εφημερίδας που έτυχε να είναι δίπλα μου. Ή λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, να σκεφτώ μια λέξη που αυτόματα οδηγεί σε άλλη, με συνέπεια να χάσω τον ύπνο μου γράφοντας.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Η γραφή από μόνη της είναι ιεροτελεστία για μένα. Μια μυσταγωγία, μια συναυλία σιωπής που γεννά μέσα μου λέξεις. Όταν γράφω δεν ακούω μουσική γιατί δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Έχει συμβεί όμως από ένα συναίσθημα που μου προκάλεσε ένα άκουσμα, να προκύψουν κείμενα και ποιήματα. Κυρίως από την ροκ μουσική που αγαπάω.
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Βεβαίως και παρακολουθώ, εξάλλου σχετίζεται άμεσα με το επάγγελμα που εξασκώ. Μου αρέσει πολύ ο Ιαπωνικός και ο Κορεατικός κινηματογράφος. Οι ταινίες τους είναι ιδιαίτερα εσωτερικές και εγκεφαλικές. Υποδηλώνουν αντί να κραυγάζουν, κι αυτό μου ταιριάζει. Υπάρχει μία ταινία του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Κιμ Κι Ντουκ, «Ολομόναχοι Μαζί», που με έχει στιγματίσει βαθιά. Ένα κείμενο του «Επειδή Μαζί», γράφηκε εξ αφορμής αυτής της ταινίας.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Είναι πολύ δελεαστική η αιώνια νιότη και σίγουρα ενδιαφέρουσα. Είμαι βέβαιη όμως πως θα βαριόμουν αφόρητα. Υπάρχει ένα τραγούδι των Queen που λέγεται «Who wants to live forever?» που απαντά απόλυτα στην ερώτησή σας. Ο χρόνος έτσι κι αλλιώς ήταν και παραμένει άχρονος μέσα μου, οπότε δεν μεταβάλλομαι ιδιαίτερα. Η γραφή και η ανάγνωση είναι δύο στοιχεία που συντελούν σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητά μου. Οπότε δεν νομίζω πως τίθεται θέμα συναλλαγής.
[ΠΗΓΗ: Η Μαρία χρονιάρη στο αίθριο του Πανδοχείου]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από το ιστολόγιο από-ΠΕΙΡΑΤΕΣ!]