Επανέρχομαι σ’ ένα εδώ χωρίς τόπο κι ενσωματώνομαι μέσα του. Χαμένος απ’ τις μυστικές μουσικές των πρωινών. Χαμένος απ’ απ’ τα μέρη όπου συναντάς ανθρώπους δίχως πρόσωπο, χωρίς να τους συναντήσεις! Ούτε μια μικρή επιφάνεια για να ξαπλώσεις το χρόνο… Και λίγο πριν σε διαμελίσει ο σφυγμός του σύμπαντος χάνεις τον έλεγχο… (Αντιγραφή και επικόλληση από το ιστολόγιο: Φερτή Ύλη Μέλιτος (με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών της παντοτινής μας μοναξιάς)
THEWARZONE
Κοφτερές οι ανάσες των βράχων. Χαμηλό το ύψος των αστεριών.Αμείλικτη κι αυστηρή η φωνή σου. Θα μπορούσαμε να’ χαμε μεγαλώσει σ’ ένα πιο ευρύχωρο κλουβί ξέρεις. Με πιο ευκίνητους σπόνδυλους, με μικρότερο κενό και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά μας. Δε με πληγώνουν τα χείλη σου πια. Τα λυμένα παπούτσια, οι απαιτητικοί καρποί σου. Η υγρασία μου στέγνωσε, όλη, μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς χαραμάδες. Μελανιασμένα δάκρυα σ’ αδιέξοδα πρόσωπα επιστρέφουν στην ανυποχώρητη σιωπή μου. Σ’ ένα δάσος που κυλάει αλμυρό νερό και η θάλασσα φεύγει.
Πατέρα δε σου θυμώνω. Μητέρα δε σ’ αγαπώ. Θα προτιμούσα να σας ανήκω λιγότερο. Να μη σας ανήκω καθόλου.Να με ξυπνάει το κλάμα του σκύλου. Κι η ευαισθησία μου να τινάζεται σ’ έναν ουρανό χωρίς θερμοκρασία και χωρίς βλάστηση. Να διαρκεί η γαλάζια ώρα. Να διαρκεί. Ανοίγω τα χέρια μου κι ο άνεμος σχίζεται. Θα ήθελα να δραπετεύσω απ’ το μακριά κι από εσένα. Εσένα που έχεις ένα όνομα. Ένα όνομα που μου θυμίζει τόσο το δικό μου. Όχι αυτό που έχω. Αυτό που θα έπρεπε να έχω. Μα εγώ θέλω να διαφύγω απ’ το μακριά κι από εσένα. Θέλω να μείνω για λίγο γυμνός μπροστά στο ακατάκτητο είναι. Σε μια γη ακατοίκητη.
Οι πληγές σου ξερές και οι κραυγές σου ζεστές. Κι εγώ έχω δυο μάτια που τ’ αναπνέουν όλα.Επανέρχομαι σ’ ένα εδώ χωρίς τόπο κι ενσωματώνομαι μέσα του. Χαμένος απ’ τις μυστικές μουσικές των πρωινών. Χαμένος απ’ τη γαλάζια θάλασσα. Τρώω απ’ τα χέρια σου και η συμπάγεια της οροφής ρυθμίζει το ύψος της ανάσας μου. Σκεπάζω το πρόσωπό μου μη λερωθεί απ’ τη βροχή και την αδιαφανή όψη σου. Πνίγω αυτόν που είμαι μέσα σ’ ανείπωτες κραυγές. Και οδεύω προς την φθορά και την ομοίωση. Σε σφίγγω, με σφίγγω σε μέσα σε μια θανατηφόρα αγκαλιά.
Σκοτεινή η μήτρα που αφαιρεί τη ζωή. Η αναπαραγωγή είναι μια εμπόλεμη ζώνη.Ριχτήκαμε από νωρίς στα κοφτερά βράχια, την απειλητική τη θάλασσα. Τους απαιτητικούς καρπούς. Αναπτύξαμε άμυνες, βαριές και αυτοσχέδιες, που μας σκλήρυναν. Μας σκλήρυναν. Εμάς τους ίδιους και το φλοιό της γης. Δε σου θυμώνω πια. Μέσα σε τόση δυσκαμψία οι επιλογές ελάχιστες. Δε σου θυμώνω. Δε σ’ αγαπώ. Κι αυτό συνεχίζεται.
CONTROL
Χάνω τον έλεγχο. Χάνεις τον έλεγχο. Χάνει τον έλεγχο.
Ξεκινάς να τρέχεις πίσω από κάτι που δε θυμάσαι πια. Μια σειρά από αλλόκοτα βαγόνια παρελαύνουν μπροστά σου σ’ έναν ιλιγγιώδη ρυθμό και είναι αδύνατο να φτάσεις εκεί. Στο μεταξύ τρέχεις, τρέχεις και τρέχεις. Περνάς από μέρη χωρίς να περνάς. Συναντάς ανθρώπους χωρίς να τους συναντήσεις. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Ούτε μια μικρή επιφάνεια για να ξαπλώσεις το χρόνο.
Συνεχίζεις να τρέχεις.Ευθυτενής και αλαχάνιαστος. Έχεις επιβάλλει, νομίζεις, το ρυθμό σου στο σφυγμό του σύμπαντος.Είναι για αυτό που διακρίνεις κι άλλους να σ’ ακολουθούν, λες. Τρέχετε όλοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ίσκιοι κορμιών, μέσα σ’ έναν αδιευκρίνιστο πανικό. Σ’ ένα άγχος χωρίς ομπρέλα. Κοιτάζεις τη φιγούρα του πισινού σου που σε λίγο τρέχει πλάι σου. Τον παρατηρείς για λίγο. Τα μάτια σου ισορροπούν στην ευθεία του προσώπου του. Και λες, με βοηθάει να ξεπερνάω τον πόνο.
Στο μεταξύ τρέχεις και τρέχεις. Ευθυτενής και αλαχάνιαστος.Μερικοί απ’ τους πισινούς σου χάνουν το βήμα τους κι αρπάζονται από την πλάτη σου. Δεν πειράζει, προσποιείσαι. Δεν θυμάσαι κανένα δέντρο να παραπονέθηκε επειδή ένα σπουργίτι διάλεξε τα κλαδιά του για να περάσει τη μέρα. Όμως η δική σου ιστορία δεν μοιάζει καθόλου με του σπουργιτιού και του πλάτανου. Το ξέρεις.
Συνεχίζεις να τρέχεις πίσω από αυτό που ξεκίνησες και δε θυμάσαι πια. Στο μεταξύ ροκανίζεις με τα δόντια τα μέλη εκείνων που κρεμιούνται από πάνω σου. Με βοηθάνε να ξεπερνάω τον πόνο, ψιθυρίζεις με μια βουβή ενοχή. Και τρέχεις και τρέχεις και στο μεταξύ περνάνε στη σειρά κι αλαχάνιαστες οι μέρες που δεν θα ζήσεις. Που δεν έζησες. Οι τόποι που περνάς χωρίς να περάσεις. Όλα τους άνθρωποι δίχως πρόσωπο.
Συνεχίζεις να τρέχεις. Όχι τόσο ευθυτενής. Όχι τόσο αλαχάνιαστος.Κοιτάς μετά βίας πίσω σου. Κι έχουν πληθύνει αυτοί που σε βοηθούν να ξεπερνάς τον πόνο. Δε θες να τους προδώσεις. Νιώθεις το βάρος τους. Σ’ ακολουθούν, ευθυτενείς και αλαχάνιαστοι, νομίζουν, έχουν επιβάλλει το ρυθμό τους στο σφυγμό του σύμπαντος. Συνεχίζεις πια χωρίς να το αισθάνεσαι. Μια αμαξοστοιχία συρμών στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια απόσταση, στην ίδια μοναξιά. Έρημος σ’ όλα αυτά τα ανέγγιχτα που περνάνε. Και λίγο πριν σε διαμελίσει ο σφυγμός του σύμπαντος, δε προλαβαίνεις να σκεφτείς μεγαλύτερη καταστροφή από εκείνη που σου προκάλεσαν όσοι σε βοηθούν να ξεπερνάς τον πόνο…
Χάνω τον έλεγχο. Χάνεις τον έλεγχο. Χάνει τον έλεγχο.
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα».! Η τέχνη του καιρού μας είναι θορυβώδης κάνοντας εκκλήσεις για σιωπή! Σήμερα αντέγραψα από τη ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ: με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών της παντοτινής μας μοναξιάς]