Η «Καζαμπλάνκα»γυρίστηκε πριν εβδομήντα χρόνια. Με φανφάρες και πανηγυρικές προβολές γιόρτασε και φέτος τα γενέθλιά της[Αντιγραφή και επικόλληση από τον ιστότομο: Protagon.gr: Ιστορίες για να σκέφτομαι διαφορετικά]
Ήταν ήδη αντίκα όταν την πρωτοείδα. Μια υπέροχη σύμπτωση με έφερε στο «Παλλάς» Παγκρατίου, κάπου στο τέλος της εφηβείας, να βουτήξω στα ασπρόμαυρα νερά της. Δίπλα μου, στο σκοτάδι καθόταν εκείνος που αγαπούσα μέχρι θανάτου. Όπως αγαπάς συνήθως, στο τέλος της εφηβείας. Δεν ξέρω γιατί βρεθήκαμε στην «Καζαμπλάνκα», εγώ ήθελα να δω τον «Πύργο της Κολάσεως» ή το «Σεισμό», τα σουξεδιάρικα μπλοκμπάστερ της εποχής. Βαριόμουν τις παλιατζούρες.
«Στην Καζαμπλάνκα να την πας», βρυχήθηκε το μαμούθ-μπαμπάς. «Τι σκατά ζευγάρι είστε αν δεν δείτε μαζί την Καζαμπλάνκα;» Ο δικός μου ο μικρός άλλαξε πέντε-έξι χρώματα – δεν έφερνες και πολλές αντιρρήσεις στο μαμούθ, ούτε τώρα, ούτε τότε.
Εκείνο το βραδάκι μπήκα στο σινεμά με τη αθωότητα δεκαοκτώ χρονών και βγήκα με τη συντριβή των σαράντα.
«Here’s looking at you, kid».
Ιδέα δεν είχα μέχρι τότε ότι οι άνθρωποι μπορούν να αγαπηθούν έτσι. Κι ούτε είχε σημασία που ήταν έργο, ταινία, φαντασία, γιατί και τις φαντασίες κάποιος τις σκέφτεται και για να τις σκεφτεί, κάποιος πρέπει να τρακάρει στη ζωή του με μια «Καζαμπλάνκα». Η κάτι παρόμοιο.
«Απ΄όλες τις πόλεις, απ΄όλα τα μπάρ του κόσμου, κοίτα πού βρήκε να μπει: Στο στέκι το δικό μου», μουρμούραγε ο Ρικ, ο συνονόματος, γιατί τα είχε δει τα κακά ξεμπερδέματα εξ αρχής πάνω από τα άρ ντεκό καρεκλοτράπεζα και τα ασημένια κουβέρ. Έτσι είναι, αδελφέ. Είναι να μη σε στοχοποήσει το ακατανόμαστο.Ρισπέκτ στο Ρικ. Είχε ένα φυσικό ταλέντο το αγόρι να τρώει απανωτές χυλόπιτες και να μην τις κάνει να μοιάζουν με χυλόπιτες, αλλά με κάτι άλλο, ξέρω κι εγώ τώρα, με διαμαντένια δάκρυα, ας πούμε (Ο Ρικ φυσικά δεν κλαίει, μόνο πίνει. Τη δουλειά με τα διαμαντένια δάκρυα την αφήνει στα εκθαμβωτικά κοντινά της Ίλζε- και σε μας, τους υπόλοιπους «συνήθεις υπόπτους».) Ναι. Αλλά…
«Απ΄όλες τις πόλεις, απ΄όλα τα μπάρ του κόσμου, κοίτα πού βρήκε να μπει: Στο στέκι το δικό μου», μουρμούραγε ο Ρικ, ο συνονόματος, γιατί τα είχε δει τα κακά ξεμπερδέματα εξ αρχής πάνω από τα άρ ντεκό καρεκλοτράπεζα και τα ασημένια κουβέρ. Έτσι είναι, αδελφέ. Είναι να μη σε στοχοποήσει το ακατανόμαστο.Ρισπέκτ στο Ρικ. Είχε ένα φυσικό ταλέντο το αγόρι να τρώει απανωτές χυλόπιτες και να μην τις κάνει να μοιάζουν με χυλόπιτες, αλλά με κάτι άλλο, ξέρω κι εγώ τώρα, με διαμαντένια δάκρυα, ας πούμε (Ο Ρικ φυσικά δεν κλαίει, μόνο πίνει. Τη δουλειά με τα διαμαντένια δάκρυα την αφήνει στα εκθαμβωτικά κοντινά της Ίλζε- και σε μας, τους υπόλοιπους «συνήθεις υπόπτους».) Ναι. Αλλά…
«Παίξτο, Σαμ».
Ο Σαμ τώρα: Αν δεν ήμουν Ρικ, θα ήμουν Σαμ. Κυρίως επειδή έχω αδυναμία στο τζαζοειδές πιάνο και τα ανερμήνευτα πάθη των ανθρώπων. Παίζει τις πρώτες νότες, με το κεφάλι λίγο γυρτό, κάπως συνωμοτικό σαν να εξομολογείται ένα μεγάλο μυστικό ανάμεσα στο πουθενά και στο κλαβιέ των πλήκτρων
«It’s still the same old story, the fight for love and glory..»
Νομίζω ότι αυτό το «παίξτο ξανά» είναι όλη η ταινία-ο Ρικ ζοχαδιάζεται, γιατί τον έχει διατάξει να μην το παίζει ποτέ. Αλλά κάτι μέσα μου μου λέει ότι ο ίδιος του έχει ήδη ζητήσει εκατοντάδες φορές, ώρα πρωινή σχεδόν, όταν το μαγαζί ήταν στο κλείσιμο κι ο ιδιοκτήτης πολύ μεθυσμένος για να τον νοιάζει πια.
Νομίζω ότι αυτό το «παίξτο ξανά» είναι όλη η ταινία-ο Ρικ ζοχαδιάζεται, γιατί τον έχει διατάξει να μην το παίζει ποτέ. Αλλά κάτι μέσα μου μου λέει ότι ο ίδιος του έχει ήδη ζητήσει εκατοντάδες φορές, ώρα πρωινή σχεδόν, όταν το μαγαζί ήταν στο κλείσιμο κι ο ιδιοκτήτης πολύ μεθυσμένος για να τον νοιάζει πια.
Τίποτα απ΄αυτά δεν θα είχε το υπερφυσικό μέγεθος της Καζαμπλάνκα, αν πίσω απ΄όλες τις ατάκες, τις ανείπωτες προδοσίες και τις κλεμμένες αγκαλιές δεν ξεχώριζε, ολοένα και πιο δυνατός ο θόρυβος της μηχανής του αεροπλάνου που απογειώνεται. Πως τόκανες, ρε Ρικ; Πως το κατάπιες αυτό, να την έχεις την κοπέλα, απλωμένη σαν βούτυρο σε ζεστή παριζιάνικη μπαγκέτ και να τη δώσεις χάρισμα στον άλλον;
«Θα έχουμε πάντα το Παρίσι».
Τριάντα χρονάκια την ίδια συζήτηση έχουμε.Ο Ρικ μου μαθαίνει πως το πιο βαθύ «σ΄αγαπώ» ξεστομίζεται όταν κοιτάζεις όχι τα μάτια, αλλά την πλάτη εκείνης που βγαίνει οριστικά από τη ζωή σου.
Πέφτουν οι τίτλοι τέλους μαζί με την ομίχλη.Μπαίνουμε με το Ρικ στο αυτοκίνητο, και καθώς γυρίζω από το αεροδρόμιο, βάζω τέρμα γκάζια- τι άλλο; Μητροπάνο και
«Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις».
«Τhis»,μουρμουρίζει χαμογελώντας μελαγχολικά ο Αμερικάνος, ακούγοντας το Σαλονικιό «is the beginning of a beautiful friendship».
Παίξτο ξανά.
[ΠΗΓΗ: Ρίκα Βαγιάνη]
[Σ’ αυτό το ιστολόγιο αντιγράφω και επικολλώ μία ανάρτηση κάθε φορά, απ’ αυτές που τυχαία «συναντώ» στη μεταμεσονύχτια βόλτα στα ιστολόγια που παρακολουθώ έτσι όπως τα φέρνει στο e-προσκήνιο η μηχανή αναζήτησης της google, ένα πρόσχημα κι αυτό να φέρομαι στη Σιωπή «όπως η βροχή στους τσίγκους, ρυθμικά με ανωτερότητα». Σήμερα αντέγραψα από τοPROTAGON.GR, Ιστορίες για να σκέφτομαι διαφορετικά!]