Το μαύρο είναι σκοτάδι. Πυκνό, αδιαπέραστο, βαρύ και καταθλιπτικό. Δεν είναι νύχτα με φεγγάρι, ούτε αστροφεγγιά και ούτε βαθιά σαν ορυχείο. Είναι ο απόλυτος φόβος. Το εκμηδενισμένο ανθρώπινο ίχνος, η τσακισμένη ανθρώπινη προσπάθεια. Κάτι σχεδόν σαν μοίρα που επιβάλλει ένα πέπλο ανυπαρξίας, πένθος και αδύναμη οδύνη σε ψυχές και μυαλά ανθρώπων. Η επιβολή της απόλυτης βίας, της σιωπής.
Το μαύρο δεν έχει αποχρώσεις και δεν έχει χαραμάδες.Δεν είναι μια κλειστή πόρτα, έστω βαριά και μεσαιωνική με τη διαλεκτική του ξύλου ή του σίδερου, της ύλης τέλος πάντων, δηλαδή την προοπτική ή τη δυνατότητα της φθοράς και της πτώσης της. Είναι ένας αδυσώπητος συμβολισμός απόλυτης ομοιομορφίας και ερέβους, μιας έλλειψης προοπτικής.
Γι’ αυτό κι εκείνο το μαύρο πέπλο που το βράδυ της Τρίτης απλώθηκε σε όλη τη χώρα κι όλες τις οθόνες, προκάλεσε βαθιά αγωνία και οργή. Γιατί, αν το μαύρο δεν το αντιμετωπίσεις, εγκαθίσταται εντός σου, είτε κυρίαρχο είτε ως ίζημα που αναδεύεται σε κάθε κίνηση. Γιατί το μαύρο αυτό ήταν ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος συμβολισμός μιας εποχής, αυτής που διανύουμε, στην οποία βουλιάζουμε σταδιακά, χωρίς αποτελεσματικές αντιστάσεις και χωρίς δεδομένη προσδοκία εξόδου και ανατροπής, πέραν των προγραμματικών υποσχέσεων και των ευχών, σε μια εποχή που ο κατακερματισμός μας έφερε μόνους με τον εαυτό μας όχι σε μια λειτουργία αυτογνωσίας αλλά σε μια πορεία εγκατάλειψης, όπου οι εξεγέρσεις φαντάζουν οι μόνες λύσεις αλλά ανέφικτες, μεταφερμένες σ’ ένα μέλλον που δεν πιστεύουν πολλοί, όπου η ανατροπή θεωρείται η αυταπάτη και η ουτοπία των οραματισμών και η μικρή οθόνη η μόνη απτή πραγματικότητα.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου στα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης, που καθόταν στην οθόνη και πίστευε πως όσα μεταδίδει συμβαίνουν στην πραγματικότητα, κι έτσι, αν ντάλα Αύγουστο έβρεχε στην οθόνη, μας φώναζε να πάρουμε ομπρέλα γιατί βρέχει έξω. Μήπως με αυτό τον τρόπο δεν σχετιζόμαστε όλοι πλέον κατά βάθος με την μικρή οθόνη; Και πιστεύουμε ως μόνη πραγματικότητα αυτά που δείχνει; Και αίφνης η οθόνη βγάζει μαύρο. Η πραγματικότητα χάνει τα χρώματα, τις αποχρώσεις και τις γοητευτικές της περιπλανήσεις. Βγαίνει όπως είναι. Και τρίζει ο καναπές και η ύπαρξή μας.
Βλέπεις αίφνης εμπρός σου, ως ομοιοπαθητική, αυτό που έχεις εντός σου, όπως είναι. Και φόβος πάνω στο φόβο, κάποια στιγμή ο φόβος σβήνει και σε βγάζει βιαίως έξω. Δεν θέλεις πίσω στο σπίτι ούτε το ντέρμπι των «αιωνίων». Δεν προεκτείνεις τη ζωή σου στα διλήμματα της οθόνης αλλά στη δική σου υπαρξιακή και οριακή σύγκρουση. Μια περιγραφή από κάποιο γνωστό παρελθόν; Ή από ένα προσδοκώμενο μέλλον; Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η οθόνη της ζωής μας προβάλλει τα προσεχώς.
[ΠΗΓΗ: Αδέσμευτη Γνώμη, Εφημερίδα των απεργών στα ΜΜΕ]