Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών γίνεται φανερό ότι οι πρόγονοί μας αρέσκονταν στον τζόγο ενώ τα περισσότερα παίγνια διατηρήθηκαν αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες. Καθισμένοι μπροστά στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα, με τα φύλλα της τράπουλας να μοιράζονται για μια παρτίδα πόκερ, πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι εκείνη τη στιγμή παίζουν ένα μινωικό παιχνίδι;
Και βέβαια κανείς δεν έχει στο μυαλό του όταν ρίχνει τα ζάρια ότι οι εξάρες που θα του χαρίσουν τη νίκη είναι η «ριξιά της Αφροδίτης» ή ότι ο απευκταίος άσος ονομάζεται «ριξιά του σκύλου».
Τα δώδεκα πλακίδια από φαγεντιανή με τους επαναλαμβανόμενους, γραπτούς χαρακτήρες στη μία τους όψη, που ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή στο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου, μπορεί να μιλούν για ένα παιχνίδι βασισμένο στην ίδια αρχή με αυτήν μερικών σύγχρονων παιχνιδιών με χαρτιά, όπως η πόκα και το πόκερ, λένε σήμερα οι μελετητές του ευρήματος.
Άλλωστε η ύπαρξη επιτραπέζιων παιχνιδιών στη μινωική Κρήτη δεν αμφισβητείται. Όπως και άλλα σημερινά τυχερά παιχνίδια έτσι και το πόκερ μπορεί λοιπόν να έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα. Τόσο μακρινή όσο και 3.500 χρόνια πριν.
Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών ήδη γίνεται φανερό ότι οι Έλληνες αρέσκονταν στα παιχνίδια ενώ η αμέσως επόμενη διαπίστωση είναι ότι τα περισσότερα από αυτά διατηρήθηκαν ως εμάς, συχνά αναλλοίωτα, ακόμη κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Ενδεχομένως γιατί οι άνθρωποι αναφορικά με το παιχνίδι αλλά και τον τζόγο παραμένουν ίδιοι. Οι αργόσχολοι σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης στον Όμηρο μαζεύονταν συχνά στο ύπαιθρο για να παίξουν.
Και στην Κόρινθο, κάτω από την Ακρόπολη, υπήρχε ένας ιδιαίτερος τόπος συνάντησης των παικτών. Όσο για το πλέον τυχερό παιχνίδι, την κυβεία, η Ελληνική παράδοση αναφέρει τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη ως εφευρέτη του, ο οποίος το επινόησε, καθώς λέει ο Σοφοκλής, κατά τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας της Τροίας. Στον Παλαμήδη άλλωστε απέδιδαν ένα ακόμη αγαπητό παιχνίδι, αυτό του διαγραμμισμού, της ντάμας δηλαδή.
Τα παιχνίδια κυβείας λοιπόν, δηλαδή τα ζάρια, οι αστράγαλοι που στο Βυζάντιο ονομάζονταν κόττια, για να φθάσουν ως εμάς με τις ονομασίες κότσι, κότσια, βεζίρης κτλ., τα «μονά – ζυγά» που τα έπαιζαν με χάλκινα νομίσματα αλλά και με κοκαλάκια και κουκιά, το «κορόνα – γράμματα», τα πεντόβολα, οι κοκορομαχίες ή οι αγώνες ορτυκιών (ορτυγοκοπία), που πάθιαζαν τους επαγγελματίες του στοιχήματος, και πολλά άλλα ακόμη, όπως ο ιμαντελιγμός, η πεντάλιθα, ο αρτιασμός, η πλειστοβολίδα και άλλα, παιχνίδια του τζόγου τα περισσότερα ή έστω παιχνίδια με έντονο τον παράγοντα της τύχης, διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον των παικτών διά μέσου των αιώνων.
Άλλωστε ακόμη και τα πιο αθώα παιδικά παιχνίδια θεωρήθηκαν κάποια στιγμή τυχερά, υπακούοντας στο πάθος των ανθρώπων για τον τζόγο.
Όλες οι κοινωνικές τάξεις μπερδεύονταν έτσι μέσα στο πάθος του παιχνιδιού και των στοιχημάτων, τα οποία, παρ’ ότι ήταν παράνομα τις περισσότερες φορές, δεν έπαυαν να προσελκύουν τους ανθρώπους. Παθιασμένοι παίκτες ζαριών οι Αθηναίοι μπορεί να έχαναν ακόμη και περιουσίες στα κυβεία ή κυβευτήρια, τα οποία σήμερα ονομάζουμε μπαρμπουτιέρες.
Χώροι που και στην αρχαιότητα θεωρούνταν κακόφημοι, και μάλιστα η είσοδος σε αυτούς ήταν ντροπή. Στην Αθήνα όμως υπήρχαν πολλά, ένα μάλιστα εξ αυτών, το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στην Ιερά οδό, φαίνεται ότι συγκέντρωνε την προτίμηση των κυβευτών.
Τα ζάρια παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα με τρεις πήλινους κύβους (δύο ζάρια άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τη ρωμαϊκή εποχή), τα οποία δεν έριχναν ποτέ με το χέρι, αλλά αφού τα κουνούσαν μέσα σε ένα αγγείο, το κήθιον. Για κάθε περίπτωση πάντως οι κυβευτές είχαν και τους προστάτες τους θεούς, τον Ερμή και τον Πάνα.
Στο Βυζάντιο, παρ’ ότι εξέλιπαν πολλά αρχαιοελληνικά παιχνίδια, τα κυβευτικά πρωταγωνιστούσαν στη ζωή των ανθρώπων από τους αυτοκράτορες ως τους λαϊκούς. Ζάρια έπαιζαν με μανία ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και ο Κωνσταντίνος Η’, που ήταν μάλιστα και διαρκώς χαμένος, όπως παραδίδει ο Μιχαήλ Ψελλός.
Οι αρχαίοι συγγραφείς πάντως καταδίκαζαν την είσοδο στα κυβεία και τους ίδιους τους κυβευτές, όπως φαίνεται και στα έργα του Αριστοφάνη. Στη ρωμαϊκή εποχή μάλιστα, όταν τα παιχνίδια αυτά εξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό τους.
Και αργότερα, από τον 2ο αιώνα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς συμβουλεύει τα παιδιά να μην παίζουν ζάρια. Ο Μέγας Βασίλειος επιτίθεται με οργή εναντίον των κυβευτών και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κατηγορεί κάποιον λέγοντάς του «πίνεις, κυβεύεις, παίζεις, γελάς»… Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλι λέει για τους ανθρώπους ότι στα σπίτια τους δεν βρίσκει κανείς ιερά βιβλία παρά πεσσούς και κύβους.
Και τον 11ο αιώνα η Άννα η Κομνηνή θυμώνει με τους υπηκόους της, που δεν μελετούν τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά «νυν πεττεία το σπούδασμα και άλλα τα έργα τα αθέμιτα». Με τέτοιες συστάσεις λοιπόν δεν είναι περίεργα τα μέτρα που ελήφθησαν ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα με βαριές ποινές για τους κυβευτές.
«Δημήτριος τυφλός ουδέ βλέπει ουδέν παίζων αστραγάλους έκλεψεν αυτώ Ερμίας αστραγάλους» λέει μια επιγραφή από τη Δήλο, δείχνοντας το πάθος για τον τζόγο, που δεν σέβεται ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες.
Οι αστράγαλοι, προσφιλές παιχνίδι τύχης και κερδοσκοπίας σε όλες τις εποχές, αναφέρονται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όταν λέει ότι ο Πάτροκλος είχε σκοτώσει πάνω στο παιχνίδι τον φίλο του Κλεισώνυμο «χολωθείς αμφ’ αστραγάλοισιν». Ενα παιχνίδι το οποίο σε πολλά σημεία του μοιάζει με το σημερινό, παιζόταν από παίκτες καθισμένους κυκλικά, ενώ κάποιος από αυτούς αναγορευόταν σε βασιλιά κατόπιν κλήρωσης.
Από τη θέση των αστραγάλων, μετά από κάθε ριξιά, εξαρτιόταν η επιτυχία του παίκτη. Οι αρχαίοι μάλιστα έδιναν ονόματα στις διάφορες ριξιές, τα οποία επέτρεπαν στους έμπειρους παίκτες να κάνουν γρήγορους υπολογισμούς.
Το μέγα πάθος για τους αστραγάλους φαίνεται και μέσα από ένα στιγμιότυπο το οποίο μας μεταφέρει ο Πλούταρχος. Ο Αλκιβιάδης παίζοντας κάποτε αστραγάλους με τους φίλους του στη μέση του δρόμου αρνήθηκε να σταματήσει για να περάσει μια άμαξα, αντίθετα προκάλεσε τον αμαξά να περάσει από πάνω του, προκειμένου να τους χαλάσει το παιχνίδι.
Ένα άλλο αρχαιοελληνικό παιχνίδι, η τηλία, έφθασε ως τις μέρες μας ως τάβλι, αφού στη ρωμαϊκή εποχή έγινε το παιχνίδι των «12 γραμμών», η τάμπουλα, και στο βυζαντινό το τάβλιον.
Σκηνές που εικονίζονται πάνω στα αρχαία αγγεία μιλούν σαφέστατα για μια άλλη ενασχόληση των αρχαίων Αθηναίων: στοιχήματα για κόκορες, για ορτύκια, καμιά φορά και για σκυλιά. Ο τζόγος σε όλη του την ένταση. Οι παίκτες στοιχηματίζουν ολόκληρες περιουσίες στα ζώα που κτυπιούνται, τα οποία άλλωστε έχουν αναθρέψει γι’ αυτόν τον σκοπό.
Τους καλλιεργούν την επιθετικότητα, δίνοντάς τους σκόρδο και κρεμμύδι, και δένουν στα πίσω νύχια των πετεινών μεταλλικά πλήκτρα για να προκαλούν στον αντίπαλο θανάσιμα τραύματα.
Ιδιαίτερα αγαπητό παιχνίδι ήταν και ο αρτιασμός, τα μονά – ζυγά δηλαδή, που μπορεί να παιζόταν με αμύγδαλα ή κουκιά, οπότε μικρό το κακό, μπορεί όμως και με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, μετατρεπόμενο αυτομάτως σε τυχερό. Το ίδιο και η οστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, που παιζόταν με ένα όστρακο στην αρχαία Ελλάδα και ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή με νόμισμα.
Το βέβαιο είναι ότι τα τυχερά παιχνίδια δεν είναι εφεύρεση της εποχής μας αλλά η αφετηρία τους βρίσκεται στις απαρχές των ανθρώπινων κοινωνιών. Ίσως γιατί πηγάζουν από την ανθρώπινη φύση, που θέλει να προκαλέσει την τύχη, να αντιμετωπίσει τη μοίρα και να παλέψει μαζί της.
Με όποια αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιβίωσή τους επιβεβαιώνει τη διατήρηση αρχαίων συνηθειών ως συνέχεια του ίδιου πολιτισμού από τους μινωικούς χρόνους ως σήμερα.